×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 931

Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Η ψυχοθεραπεία είναι η συστηματική προσπάθεια που με αποκλειστικό οδηγό την αγάπη για το συνάνθρωπο και τη γνώση, επιχειρεί να ανασυνθέσει την προσωπική ιστορία, να τη νοηματοδοτήσει κοινωνικά και να την αναγάγει σε επιχείρημα και αντίβαρο κατά του θανάτου. 

Είναι ο ανήκεστος έρωτας για αναζήτηση χωρίς προσχήματα, η ανεπιτήδευτη αγωνία για κάθαρση χωρίς προφάσεις, υπεκφυγές, ενοχές και έπαρση. Φαίνεται παράδοξο, αλλά η ψυχολογική παρέμβαση κοσμείται περισσότερο από την κατάνυξη της πίστης και την απελπισία του ανέφικτου, παρά από την αδιαλλαξία της αποδεδειγμένης τεκμηρίωσης.
Ο ψυχολόγος, ο κοινωνιολόγος, ο σύμβουλος, ο κοινωνικός λειτουργός προσεγγίζουν την αλήθεια, αναδομώντας παράλληλα και τις δικές τους παραδοχές, περισσότερο ενορατικά, παρά λογικά, γεγονός που το βιώνουν έντρομοι όταν οι τεχνικές που διδάχτηκαν ενδίδουν και τα θεωρητικά οικοδομήματα τίθενται εν αμφιβόλω μπροστά στην πεισματική άρνηση της ανθρώπινης ψυχής να συναινέσει στην αποκάλυψη των συστατικών της. Μόνο όταν χαμηλώνουν με ταπεινότητα, δεητικό το βλέμμα, μπροστά στο εύρος των πιθανοτήτων και αναπλαισιώσουν τα αιτιοκρατικά δόγματα, τότε και μόνο δικαιούνται τη λυτρωτική χάρη, που θα λαμπρύνει εφεξής τις ερμηνείες.

Οι κοινωνικοί επιστήμονες σήμερα καλούνται, πιο πολύ από κάθε άλλο ερευνητή, να αντιτάξουν τη διεπιστημονικότητα στην κοντόφθαλμη προσήλωση, το οικουμενικό απέναντι στο τοπικό, το διαχρονικό ενώπιον της συγχρονικής διαστρέβλωσης. Οφείλουν να αναπλαισιώνουν, με άλλα λόγια, το ζήτημα της ιστορικότητας των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων, προσδιορίζοντας τελονομικά την προοπτική και νοηματοδότηση του υπό μελέτη φαινομένου. Η ενάργεια των συμπερασμάτων τους βασίζεται στο δεύτερο συστατικό της επιστήμης, την αρετή.
Ο κοινωνικός επιστήμονας είναι ο ίδιος η αλλαγή που επιχειρεί να προκαλέσει, η συλλογιστική με την οποία προσπαθεί να πείσει, η συμπεριφορά που αποσκοπεί να εγκαθιδρύσει. Είναι, εν ολίγοις, η ευαισθητοποιημένη συνείδηση, που συγκρουόμενη με τις δικές της αντινομίες, αποδέχεται την αγάπη ως το μοναδικό τρόπο ίασης και τη μέθεξη στην ανθρώπινη τραγικότητα ως ατραπό προς την αλήθεια.
Ο κοινωνικός επιστήμονας σήμερα είναι αυτός που συμπάσχει και που δακρύζει κάθε πρωί για το χαμένο, αλλά ζωοδότη αγώνα ενάντια στο πεπρωμένο.

* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Πέμπτη, 14 Ιουλίου 2016 15:58

Η περιπέτεια της γνώσης

Ποιος μεγαλύτερος πόθος από την έλλειψη που οδηγεί στη γνώση. Ποια ανήκε στη επιθυμία τούς ζηλωτές της ορίζει, ώστε στο καθημερινό να διακρίνουν το απρόσμενο, στη λεπτομέρεια την πρωταρχική σύλληψη και στο ακαθόριστο το σχεδιασμό ατόφιο.

Ποιος έρωτας παράφρονας στο ασήμαντο αποκαλύπτει την υπόσχεση, στο παρωχημένο διαφυλάσσει την εξέλιξη και στο ελάχιστο κωδικοποιεί το σκοπό ανόθευτο. Ακατέργαστη δύναμη ο νους, ανάγκη έχει να μεταγλωττίζει τα σημάδια του κόσμου, να ερμηνεύει τους οιωνούς της καρδιάς και να αναπλάθει με τα ανθρώπινα μέτρα τις θελήσεις του Αιώνιου. Κι ίσως αυτό να είναι η πεμπτουσία της παίδευσης, η ύστατη ελπίδα της ύλης να καταχραστεί την απεραντοσύνη του πνεύματος. Και ο πολιτισμός η μόνη απολογία για το καθ’ ομοίωση.
Τη βεβηλώσαμε στους καιρούς μας την έννοια, από τότε που την αναγάγαμε σε θεσμό, σε βιοπορισμό και σε αξία, γιατί οι κανόνες δεν είναι παρά ρυθμίσεις χωρίς ψυχή, οδηγίες ανενημέρωτες, που παλιώνουν και οδηγούν σε ατραπούς αδιέξοδες, καθώς γεννούν Προμηθείς, που λυγίζουν μπροστά στον Καύκασο.

Ιδιότροπη ερωμένη η γνώση: Την αδιαπραγμάτευτη, εκούσια δέσμευση απαιτεί και στην ελαφρότητα του εφήμερου ανενδοίαστα ενδίδει. Συγκομιδές πλούσιες υπαινίσσεται και με τα απρόβλεπτα χαλάζια της απελπίζει. Λιτά κοσμεί τις αλήθειες της και στα παζάρια της οικουμένης φτιασιδωμένη περιφέρεται. Σαλώμη τα πέπλα της απερίσκεπτα απεκδύεται, σε όσους την καρδιά φάρο αμόλευτο στην ενόραση έθεσαν και πεισματικά τα κάλλη της αποκρύπτει σε εκείνους που λυσσαλέα και συστηματικά τα αποζήτησαν. Στη γλώσσα την πανανθρώπινη συνδιαλέγεται, πύργους της Βαβέλ καθώς θεμελιώνει. Με την απλότητα σαγηνεύεται στης έπαρσης τα μέλαθρα ενώ κατοικεί. Σε όσους δεν την κολάκευσαν παραδίδεται και στους δοκησίσοφους απροσπέλαστη φανερώνεται.

Με χίλιες μορφές της αρμονίας τη μελωδία σιγοτραγουδά στους αυθεντικούς και τους ανεπιτήδευτους, που με την αρετή ζυμώνουν τις προσδοκίες της. Στις παραδόσεις και τους μύθους των λαών η καθέδρα της και στου παιδιού την άγνοια τα απεικάσματά της. Στης απορίας της ενδόμυχης τα είδωλα και στην αστραπή της έμπνευσης τα πολλαπλά προσωπεία της. Ερμηνείες εναλλακτικές μηχανεύεται, την οδό τη μοναδική στου μηδενός το χάος καθώς χαράσσει.

Και αυτό ας είναι το πραγματικό μας όνειρο και χρέος: Σε εκείνους, που οι περιστάσεις και οι συγκυρίες από αυτήν τούς απέκοψαν, με τρόπους νηφάλιους και διορατικούς της γνώσης τη μέθεξη να εγγυηθούμε.

Πέμπτη, 14 Ιουλίου 2016 15:50

Δημοκρατία και Διαδίκτυο

Κατά τον Habermas, όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα της έκφρασης και του διαλόγου, ανεξάρτητα από ιδεολογικές διαφορές και ανισότητες στη νομή της εξουσίας.

Το διαδίκτυο είναι ένα ιδανικό πεδίο ανάπτυξης του διαλόγου. Δημιουργήθηκε ως ένα ανοιχτό, προσιτό σύστημα και οποιαδήποτε προσπάθεια φίμωσής του - ακόμα κι αν κάποιοι διατείνονται ότι αυτό προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα - αποτελεί απαράδεκτη καπηλεία των βασικών αρχών του. Εξάλλου, αποδεικνύεται περίτρανα ότι οι πολίτες του κυβερνοχώρου έχουν την ικανότητα αυτορρύθμισης και γι’ αυτό η ηλεκτρονική δημοκρατία βασίζεται περισσότερο στις αρχές της εκκλησίας του Δήμου, παρά στα κοινοβουλευτικά μορφώματα, που ταλανίζουν το σύγχρονο κόσμο. Το διαδίκτυο είναι δίαυλος απρόσκοπτης επικοινωνίας, βήμα θεμελίωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προπομπός κοινωνικών καταστάσεων, που σύντομα θα επηρεάσουν την πολιτική ζωή. Η παρουσία μη κυβερνητικών οργανώσεων, περιβαλλοντικών κινημάτων, οικονομικών δομών και κοινωνικών δράσεων στο διαδίκτυο αποτελεί τη βάση μιας βιώσιμης λειτουργίας ελέγχου των πολιτικών τεκταινομένων, την οποία οι κυβερνήσεις οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη. Δεν είναι τυχαίο που κολοσσοί του κλειστού λογισμικού «ανοίγουν» τον κώδικά τους, ώστε να δημιουργηθεί μια πλατφόρμα, πάνω στην οποία οι τεχνολογικές εξελίξεις θα λάβουν πολιτική υπόσταση, βασιζόμενες στις αρχές της ανεμπόδιστης διασύνδεσης και των συμβολικών δικτύων.

Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απενεργοποιεί υπερσυνδέσεις, εξυπηρετώντας οικονομικές σκοπιμότητες ή παιχνίδια εξουσίας και οι μηχανές αναζήτησης οφείλουν να αναπροσαρμόσουν τους αλγορίθμους τους, ώστε να παρουσιάζουν όλα τα αποτελέσματα και όχι τα δημοφιλέστερα. Το ανοιχτό διαδικτυακό εμπόριο, χωρίς τις απαράδεκτες φορολογικές στενωπούς, τις πατέντες, τις αμφίβολες νομοθεσίες για την πνευματική ιδιοκτησία και τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, μπορεί να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στις μικρές επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές και στα ασθενέστερα κράτη να προβληθούν ισάξια στη διεθνή οικονομική αρένα. Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν το σεβασμό της ιδιωτικότητας, την κρυπτογράφηση των δεδομένων και την αντίσταση των πολιτών σε κάθε συνεργασία εταιρειών του διαδικτύου με κρατικούς μηχανισμούς ελέγχου και καταστρατήγησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και την καλλιέργεια μιας κουλτούρας ενεργούς συμμετοχής και μη αποποίησης των ευθυνών.

Φυσικά, η παγκοσμιοποίηση, που επιβάλλει το διαδίκτυο, απειλεί τα εθνικά κράτη, τα οποία σταδιακά χάνουν τους πυλώνες της εξουσίας τους και αναζητούν ερείσματα για να αιτιολογήσουν το ρόλο τους. Οι νέοι που γεννήθηκαν μετά το 1993 ήδη ασπάζονται παγκόσμιες κοινές αξίες, αντλούν πρόσωπα μέσα από το ίντερνετ και ενσωματώνουν δύο εαυτούς: το διαδικτυακό και τον πραγματικό. Οι ελλείψεις και τα κενά της αληθινής ζωής αναπληρώνονται ουσιαστικά, συμβολικά ή φαντασιακά μέσα στο διαδίκτυο και η ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού δεν αποκλείει την εμφάνιση του αντίθετου στον κυβερνοχώρο.

Αλλά ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής νεολαίας και πώς αυτά μετασχηματίζονται στο διαδίκτυο; Η διάδοση του διαδικτύου, όσο ραγδαία κι αν είναι, αναδεικνύει το χρέος των κρατών να το κάνουν προσιτό σε όλους τους πολίτες, μειώνοντας το κόστος πρόσβασης, απλοποιώντας διαδικασίες ενεργοποίησης, πριμοδοτώντας την αύξηση της ταχύτητας μετάδοσης δεδομένων, προσφέροντας συσκευές (υπολογιστές) και μαζικοποιώντας τη χρήση του. Τα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να σταματήσουν να το θεωρούν συμπλήρωμα και οφείλουν να αναδιαρθρωθούν, ώστε να το ενσωματώσουν ως βασικό στοιχείο των αναλυτικών προγραμμάτων. Παράλληλα, κάθε πληροφορία να παρέχεται άμεσα και δωρεάν στον πολίτη με τρόπο κατανοητό, για να συμβάλλει στον κοινωνικό διάλογο και τη συμμετοχική λήψη απόφασης. Κυβερνήσεις και εταιρείες επιχειρούν να ασκήσουν πιέσεις που περιορίζουν το δικαίωμα αυτό, προφασιζόμενες την ασφάλεια ή την πάταξη της τρομοκρατίας. Ευτυχώς, οι εξελίξεις προδικάζουν την αποτυχία των μέτρων αυτών: Ήδη βαδίζουμε προς την ενοποίηση της κινητής τηλεφωνίας, του διαδικτύου και της τηλεόρασης και η επιρροή του κυβερνοχώρου αυξάνεται, πέρα από τις δυνατότητες των ισχυρών να τον ελέγξουν. Κάθε πληροφορία, γνώση, δημοσίευση, που αναρτάται στο διαδίκτυο, πρέπει να είναι προσβάσιμη με το μικρότερο δυνατό κόστος στον κάθε ενδιαφερόμενο.

Ευστράτιος Παπάνης

Η αυτοεκτίμηση είναι ένας δείκτης της κοινωνικής αποδοχής.

Όσοι άνθρωποι ανήκουν σε ομάδες, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν από αυτούς που δρουν μεμονωμένα. Άρα έπρεπε να αναπτυχθεί ένα σύστημα ελέγχου των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ερεθισμάτων για να διαπιστώνεται ποια μέλη είναι αποδεκτά και ποια απορριπτέα. Δεδομένου ότι η αυτοεκτίμηση εξαρτάται εν πολ­λοίς από το κοινωνιολογικό βλέμμα των άλλων για να διατηρείται σε υψη­λά επίπεδα, πρέπει να συνάδει με συμπεριφορές αποδεκτές από αυτούς


Σύμφωνα με τη θεωρία της ταυτότητας, ο εαυτός αποτελείται από πολλαπλές πτυχές και από παράλληλους κοινωνικούς ρόλους, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν τη θέση που έχει το άτομο στην ευρύτερη κοινωνική δομή. Ταυτότητα είναι ένα άθροισμα πεποιθήσεων, συναισθημάτων, προσδοκιών και απόψεων που αναφέρονται στον εαυτό μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φάσμα. Η προσωπική ταυτότητα αποτελείται από αναπαραστάσεις και αντιλήψεις για τις ιδιότητες του εαυτού. Η διαδικασία της επαλήθευσης της αυτοεπιβεβαίωσης ενεργοποιείται όταν η σημασία ενός κοινωνικού ρόλου ταυτί­ζεται με το περιεχόμενο και τις προσδοκίες μιας προσωπικής ταυτότητας. Με τον τρόπο αυτό, το άτομο προσδιορίζεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο και απολαμβάνει συναισθημάτων αποδοχής και υψηλής αυτοεκτίμησης. Εν ολίγοις, σκοπός των ανθρώπων είναι να προσαρμόζουν τις πράξεις τους έτσι ώστε οι κοινωνικές προσδοκίες να ταυτίζονται με τους προσω­πικούς ρόλους, όπως αυτοί υποκειμενικά βιώνονται από το άτομο. Κάθε φορά που υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα σε αυτά τα δύο, ενσκήπτουν αρ­νητικά συναισθήματα απόρριψης, κατάθλιψης, ζήλιας και απαξίωσης. Η αυτοεκτίμηση που έχει αποκτηθεί από προηγούμενες καταστάσεις επιτυ­χούς προσαρμογής, δρα σε αυτή την περίπτωση ως καταπραϋντικό του άγχους. Για παράδειγμα, εάν κάποιος έχει σχηματίσει την αυτοεικόνα του ευφυούς ανθρώπου, αλλά σε μια δεδομένη στιγμή αποτύχει να το απο­δείξει και γίνει αποδέκτης προσβολών, τότε μέσα στο μυαλό του θα ξεκι­νήσει μια διαδικασία εσωτερικού διαλόγου, εμπλουτισμένου με εικόνες επιτυχιών και επιχειρημάτων, που δε θα αναφέρονται στους άλλους, αλ­λά αποσκοπούν στο να διατηρήσουν και να τεκμηριώσουν στον ίδιο την αυτοεικόνα του ευφυούς. Το πρόβλημα εστιάζεται στο ότι η αυτοεκτίμη­ση είναι αναλώσιμη, εξαντλείται δηλαδή γρήγορα. Εάν οι μελλοντικές ενέργειες του ατόμου αυτού δε στεφθούν από επιτυχία, τότε θα αρχίσει σταδιακά η μεταβολή της αυτοεικόνας ή η διαιώνισή της μέσω επίπλα­στων καταστάσεων και άλλων μηχανισμών άμυνας. Οι άνθρωποι προσπαθούν να αυξήσουν την αυτοεκτίμησή τους απο­φεύγοντας καταστάσεις, ανθρώπους και ερεθίσματα που μπορούν να την απειλήσουν. Επιλέγουν συστηματικά να ανήκουν σε ομάδες και πλαίσια όμοια με αυτούς, όπου η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη ή όπου η ομάδα θα αναπληρώσει την αδυναμία τους να επιτύχουν υψηλό αυτοσυναίσθημα (π.χ. οπαδοί). Σε κάθε περίσταση μπορεί κανείς να διακρίνει τέσσερις ενότητες: ένα εσωτερικό μηχανισμό αναφοράς, στον οποίο καταφεύγει το άτομο για να προσδιορίζει τις σημασίες της αυτοεκτίμησης και τα κρι­τήρια διατήρησής της, ένα αντιληπτικό σύστημα, το οποίο επεξεργάζεται την παρούσα κατάσταση, μία διαδικασία σύγκρισης αυτών των δύο και τέ­λος ένα άθροισμα ενσυνείδητων και ασυνείδητων συμπεριφορών, που αποσκοπούν στο να κάνουν συμβατά τα εσωτερικά κριτήρια αυτοεκτίμη­σης με τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και τα δεδομένα της παρούσας κατάστασης. Εάν κάποιος κατορθώσει να συνταιριάξει τα εξωτερικά δεδομένα με την εσωτερικευμένη εικόνα του γι’ αυτή μέσα στο κοινωνικό πλαί­σιο αναφοράς τους, τότε θεωρεί ότι έχει επιτύχει και η αυτοεκτίμησή του αυξάνεται.

* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Πέμπτη, 16 Ιουνίου 2016 13:30

Ασκήσεις Αυτοεκτίμησης

Το δικαίωμα στην αυτοεκτίμηση απορρέει από το γεγονός πως ανήκετε στην ανθρωπότητα και, για να διαβάζετε αυτές τις γραμμές, από την παραδοχή πως έχετε καταφέρει, παρά τις αντιξοότητες, να επιβιώσετε μέχρι σήμερα.

Πραγματικά, όλοι σας είστε μοναδικοί, όσον αφορά τις εμπειρίες, την προσωπικότητα, το χαρακτήρα. Σαφώς και υπάρχουν στιγμές που καταρρακώνουν το αυτοσυναίσθημα, κάμπτουν τη σιγουριά, λυγίζουν τη βεβαιότητα. Όμως κανένας δεν εξουσιοδοτείται, παρά μόνο καταχρηστικά και αυτόκλητα, να αμφισβητήσει το συναισθηματικό σας πλούτο, να κρίνει τις ιδιότητες και να αποφαίνεται για την ποιότητά σας. Είστε οι τροπαιούχοι της ζωής και μόνο ο εαυτός σας μπορεί να προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις.

Για ένα δεδομένο δεν μπορείτε να εκφέρετε ενάντια επιχειρήματα: Πως το Σύμπαν ολόκληρο θα ήταν διαφορετικό εάν εσείς δεν είχατε υπάρξει, αλληλεπιδράσει, ποθήσει, εργαστεί, εάν εσείς δεν είχατε για κάποιο σκοπό, που θα σας αποκαλυφθεί εσχατολογικά, διανύσει την πορεία σας μέχρι τώρα στον πλανήτη μας.

Φανταστείτε την αυτοεκτίμηση ως μια συνισταμένη των ικανοτήτων και της αξίας που αποδίδετε στην ύπαρξή σας. Κάποιοι είναι ικανοί και το αναγνωρίζουν καθημερινά με τονωτικές ενέσεις αυταξίας, αρκετοί, ενώ είναι ικανοί, για πολλούς λόγους σταματούν να το βλέπουν και περιμένουν από άλλους την αναγνώριση και μερικοί, ενώ είναι περιορισμένοι όσον αφορά τις δυνατότητες, τείνουν να αποδίδουν μεγάλη αξία στον εαυτό τους, πείθοντας και τον περίγυρό τους γι’ αυτό και επιτιθέμενοι σε όποιον τολμήσει να τους αμφισβητήσει.

Αναλογιστείτε τι επηρεάζει τη δική σας αίσθηση πληρότητας και αυτοολοκλήρωσης:

Η αυτοεκτίμηση είναι αποτέλεσμα κοινωνικής σύγκρισης, είναι αυτό που κοιτούμε στο συμβολικό κάτοπτρο της ματιάς των άλλων. Αν κάθε βράδυ ρωτάτε και ο καθρέφτης απαντά πως είστε η ωραιότερη, η ευγενέστερη, αυτή που σύμφωνα με τις στάσεις της πορεύτηκε άλλη μια μέρα, τότε η γαλήνη και η ισορροπία σηματοδοτεί το βίο. Αν, όμως, κρυμμένη η Χιονάτη, καραδοκεί να πάρει τα σκήπτρα, να σας εκθρονίσει από τις βεβαιότητες και να σπείρει την αμφιβολία και την έριδα, η αυτοεκτίμηση τίθεται εν αμφιβόλω... Κι όμως, δε θα έπρεπε: Τους Κύκλωπες δε θα τους συναντήσετε αν μέσα σας δεν τους κουβαλάτε. Η αξία είναι θεϊκό χάρισμα, που σας δωρίθηκε, επειδή γεννηθήκατε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.

Η αυτοεκτίμηση αυξάνεται όταν πιστεύουμε πως ασκούμε έλεγχο στα γεγονότα της ζωής μας κι επομένως οποιαδήποτε δράση είναι προτιμότερη από την αδράνεια, την παραίτηση, την παράδοση. Όλα σχεδόν τα προβλήματα είναι μαθημένες συμπεριφορές, που ξαφνικά, ενώ κάποτε χάριζαν επιτυχία, έγιναν μη λειτουργικές. Η μεμψιμοιρία, η γκρίνια, η κατάθλιψη, ο φθόνος, η σύγκριση είναι η σίγουρη ατραπός προς τη νέκρωση των πιο ζωογόνων στοιχείων του εαυτού.

Η αυτοεκτίμηση έχει σε μεγάλο ποσοστό καλλιεργηθεί από τους γονείς κατά την παιδική ηλικία. Δεν είστε υπεύθυνοι εάν εκείνη την καθοριστική περίοδο δε δεχθήκατε αρκετό σεβασμό, αναγνώριση, αγάπη. Συμφιλιωθείτε με τους πρωταγωνιστές της προσωπικής σας ιστορίας και προχωρήστε έχοντας με τη συγχώρεση και την άφεση απαλλαγεί από τις άγκυρες που σας καθηλώνουν.

1. Γράψτε σε μικρά χαρτάκια τις ιδιότητές σας, που θεωρείτε ανεκτίμητες, μοναδικές, ιδιαίτερες, βασικές, θελκτικές: μπορεί να είστε υπομονετικοί, φιλόδοξοι, εργατικοί, στοργικοί, φιλαλήθεις, εύκαμπτοι, οργανωτικοί, δημιουργικοί. Σκεφθείτε αναλυτικά και ρεαλιστικά και καταγράψτε εκείνα μόνο τα χαρακτηριστικά, που εσείς εκτιμάτε κι όχι οι άλλοι.

2. Ιεραρχήστε τις αρετές αυτές κατά σειρά σπουδαιότητας.

3. Κλείστε τα μάτια και σκεφθείτε ότι ένας επίβουλος εχθρός έχει τη δυνατότητα να σας στερήσει κάποιες από αυτές, να τις υποκλέψει, να τις καταχραστεί. Σας δίνει όμως την ευκαιρία να επιλέξετε εσείς ποιες θα θυσιάσετε. Διαλέξτε εκείνα τα προτερήματα που θα απολέσετε... Ποια είναι και πώς θα είναι ο εαυτός σας χωρίς το καθένα από αυτά... Τι επίδραση θα έχει η αφαίρεση στους σημαντικούς άλλους.

4. Θα έχετε πλέον κατανοήσει πως η παραμικρή απώλεια των ιδιοτήτων σας αλλοιώνει συλλήβδην την προσωπικότητά σας και αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος της ζημίας, εκλιπαρείτε το φανταστικό εχθρό, έστω, να σας επιστρέψει δύο από αυτές... ποιες θα ξαναπέρνατε πίσω; Γιατί;

Ίσως τώρα να έχετε υποψιαστεί πόσο σημαντικά και υπέροχα και αναντικατάστατα είναι όσα κατέχετε και πως δεν πρέπει σε κανένα Αττίλα να ανοίξετε τις πύλες, έστω κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο εαυτός σας...

Πέμπτη, 16 Ιουνίου 2016 13:01

Διαταραχές λόγου

Οι διαταραχές του λόγου εκδηλώνονται περισσότερο με τις παρακάτω μορφές:

- Καθυστέρηση λόγου - Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης
- Τραυλισμός
- Δυσγραμματισμός
- Δυσαρθρία
- Γλωσσικός αρνητισμός (μουτισμός)
- Ταχυλαλία
- Σιγματισμός
- Δυσλαλία
- Αφασία ή Δυσφασία


Αίτια των διαταραχών του λόγου

Οι διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικά ή οργανικά αίτια εγγενούς ή επίκτητης προέλευσης. Τα αίτια χωρίζονται σε 3 κατηγορίες.

Οργανικά αίτια
Σε αυτά ανήκουν παραμορφώσεις και βλάβες του γλωσσικού οργάνου (πηγούνι, γλώσσα, μύτη). Ελαττώματα στην ακοή ή στην όραση αποτελούν συχνή αιτία διαταραχών του λόγου. Μπορεί να δημιουργήσουν ολική καθυστέρηση στην εξέλιξη της γλώσσας. Παιδιά με νοητική καθυστέρηση χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μάθουν να προφέρουν τους φθόγγους ή να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα.

Ιδιοσυγκρασιακά αίτια
Μορφές διαταραχών του λόγου συνδέονται με κληρονομικούς παράγοντες. Σε ιδιοσυγκρασιακά αίτια οφείλεται η καθυστέρηση της αισθησιοκινητικής ωρίμανσης και η προδιάθεση για διαταραχές του λόγου.

Ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια
Το χαμηλό κοινωνικο - μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, ο μεγάλος αριθμός παιδιών, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη κινήτρων, ενδιαφέροντος και ευκαιριών για διάβασμα ασκούν ανασταλτική επίδραση στην εξέλιξη του γλωσσικού οργάνου. Επίσης διαταραχές στο λόγο συναντούμε εξαιτίας συναισθηματικών ή ψυχογενών αιτίων, κακών γλωσσικών προτύπων, υπερπροστασίας, αυστηρότητας των γονέων, υπερβολικών απαιτήσεων, ιδρυματισμού, παλινδρόμησης, άγχους κ.λπ.

Συχνότητα των διαταραχών του λόγου

Οι περισσότερες γλωσσικές διαταραχές εντοπίζονται κατά την προσχολική ηλικία και ιδιαίτερα κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Το 3-5% των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο παρουσιάζουν διαταραχές του λόγου και χρειάζονται ειδική θεραπευτική αγωγή. Περισσότερο ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και εκδηλώνονται πιο συχνά στα αγόρια (Κυπριωτάκης, 1985).


Καθυστέρηση του λόγου – Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης

Εκτός από μερικές ξεχωριστές εικόνες διαταραχής λόγου, όπως η δυσλα¬λία, η δυσλεξία, η αφωνία κ.λπ., υπάρχουν διαταραχές λόγου που απλά πα¬ρουσιάζονται σαν μια γενική καθυστέρηση αντίληψης - επεξεργασίας - έκφρασης λόγου, που συχνά συνοδεύεται και με άλλες νευροψυχολογικές διαταραχές. Οι εκδηλώσεις από το λόγο και άλλες λειτουργίες μπορεί να είναι ελαφρές ή βα¬ριές (όπως π.χ. σε ένα καθυστερημένο παιδί). Στην κατηγορία αυτή που αναφέ¬ρουμε εδώ μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές που περιγράφονται ξεχωριστά. Από την άλλη πλευρά, αυτά που αναφέρουμε εδώ είναι πιθανόν, μελετώμενα βαθμιαία, να περιγράφονται διαφορετικά στο μέλλον διότι είναι μια μεγάλη κατηγορία που περιέχει πολλές δυσλειτουργίες.
Στο ιστορικό των παιδιών αυτών μπορούμε να μάθουμε ότι άργησαν να μι¬λήσουν. Αργούν να πουν μαμά - μπαμπά, αργούν να μάθουν λέξεις, αργούν να κάνουν προτάσεις, το χρησιμοποιούμενο συντακτικό και γραμματική μένουν πίσω για την ηλικία, συχνά η ομιλία δεν είναι ευκρινής. Υπάρχουν διάφορες βαρύτητες της καθυστέρησης του λόγου. Οι ελαφρές μορφές ανακαλύπτονται εύκολα αν χρησιμοποιηθεί τεστ εκτίμησης λόγου, αλλά δεν γίνονται εύκολα α¬ντιληπτές κατά την έναρξη του δημοτικού. Όταν όμως το παιδί προχωρήσει σε μεγαλύτερες τάξεις, βρίσκεται σε δυσχερέστατη θέση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ανιχνεύονται με ειδικά τεστ έγκαιρα (και προληπτικά) διαταραχές του λό¬γου.
Στις ελαφρές μορφές, ο πεπειραμένος δάσκαλος μπορεί ν’ αντιληφθεί διά¬φορες μικροδιαταραχές, όπως ελαφρά δυσαρθρία, πτωχό λεξιλόγιο, πτωχές και βραχείες προτάσεις. Αργότερα, όταν αρχίζει το διάβασμα και το γράψιμο, παρατηρούνται έντονες διαταραχές. Όταν οι διαταραχές της καθυστέρησης του λόγου είναι πιο έντονες, τότε αυτές γίνονται αντιληπτές εύκολα. Η δυσαρ¬θρία, το πτωχό λεξιλόγιο, οι ατελείς λέξεις, οι λάθος λέξεις, οι κακές προτά¬σεις παρουσιάζουν άλλοτε άλλη βαρύτητα και μπορεί να υπάρχει μια τέτοια διαταραχή, ώστε η επικοινωνία να είναι αδύνατη. Αν δεν συνυπάρχει καθυστέ¬ρηση, το παιδί μπορεί να καταλαβαίνει καλά, αλλά επειδή δεν μπορεί να μιλή¬σει επαρκώς, βοηθιέται με νοήματα. Στην προσχολική ηλικία, ένα παιδί με τέ¬τοια διαταραχή μπορεί να τραβά τη μητέρα του από τη ρόμπα και να τη φέρνει σε ένα μέρος, δείχνοντάς της αυτό που θέλει, π.χ. νερό, ένα παιχνίδι κ.λπ. Αν η διαταραχή του λόγου δυσκολεύει πολύ το παιδί στην έκφρασή του, αυτό του δημιουργεί εκνευρισμό και επιθετικότητα.
Παιδιά που έχουν έντονη καθυστέρηση λόγου φαίνονται νωρίς και οι γονείς τα πηγαίνουν έγκαιρα για εξετάσεις και θεραπεία που δυστυχώς συχνά είναι ανεπαρκής από έλλειψη ειδικών. Tα παιδιά που έχουν ελαφρά καθυστέρηση του λόγου παραμελούνται και δεν αναγνωρίζoνται πολύ συχνά. Έτσι αν πρέπει να διαβάζουν και να γράφουν, έχουν τεράστιες δυσκολίες, με αποτέλεσμα συχνά να μένουν αγράμματα. Οι μητέρες που αντιλαμβάνονται ότι τo παιδί αργεί να μιλήσει και να «ξεκαθαρίσει» η ομιλία του περιμένουν, αρνούνται να δεχτούν ότι το παιδί έχει πρόβλημα.
Η καθυστέρηση στο λόγο μελετάται όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει, σε συσχέτιση με το υπόστρωμα, δηλαδή τον εγκέφαλο.
Βασικό ρόλο παίζει και ο ψυχισμός. Όσο περισσότεροι παράγοντες παίζουν ρόλο ή επιπροστεθούν σε τυχόν καθυστέρηση του λόγου, τόσο πολύπλοκο γίνεται το πρόβλημα λόγω διαταραχής και άλλων λειτουργιών και έτσι αυξάνεται η δυσλειτουργία της σφαίρας του λόγου.
Μπορεί να υπάρχει κάποια διαταραχή του λόγου που να μην είναι σοβαρή, αλλά να συνυπάρχει μια κινητική διαταραχή που επηρεάζει την άρθρωση, την κινητικότητα του χεριού, δηλαδή το γράψιμο.

Η καλή επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον και ιδίως με τη μητέρα στα πρώτα στάδια ζωής είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου. Διάφορα προβλήματα, μετέπειτα μπορεί να προκαλέσουν έντονα προβλήματα στη συμπεριφορά του παιδιού καθώς και τραυλισμό (τραυλισμός, κεκεδισμός), αρνητισμό (μερική ή πλήρη άρνηση στην ομιλία - mutismus) ή και άλλα έντονα προβλήματα στο λόγο, επειδή η εκπαίδευση των παιδιών αυτών είναι ανεπαρ¬κής. Να σημειωθεί ότι σε μικρές ηλικίες παρατηρείται «φυσιολογικός» τραυλι¬σμός όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος γίνονται μεγαλύτερες και το παιδί προσπαθεί ν’ αντεπεξέλθει αλλά δυσκολεύεται. Επίσης αναφέρουμε, ότι έντο¬νες διαταραχές στο λόγο παρατηρούνται και σε παιδικές ψυχώσεις, σπάνια νο¬σήματα του νευρικού συστήματος, π.χ. τρέμουλο στην ομιλία και στα χέρια, στο γράψιμο, ή σε βλάβες της παρεγκεφαλίδας (Μιχελογιάννη & Τζενάκη, 2002).


Τα πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής της γλωσσικής έκφρασης

Η ανάπτυξη της ικανότητας της γλωσσικής έκφρασης των παιδιών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποσότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων που δέχονται. Όταν τα παιδιά δεν έχουν αρκετές ευκαι¬ρίες για διάλογο και ανατροφοδότηση, τότε περιορίζονται οι δυνατότη¬τές τους να εκφραστούν λεκτικά και επομένως περιορίζεται η ανάπτυ¬ξη της ικανότητας άρθρωσης.
Η επίδραση του τρόπου λεκτικής επικοινωνίας της οικογένειας στη γλωσσική ανάπτυξη ενός παιδιού προσέλκυσε το ενδιαφέρον ορισμέ¬νων ερευνητών, καθώς οι γονείς αποτελούν για το παιδί γλωσσικά πρό¬τυπα. Ο Whitehurst και οι συνεργάτες του (1988), συνέκριναν την ποιό¬τητα της λεκτικής επικοινωνίας σε περιπτώσεις οικογενειών με ή χωρίς παιδί με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης. Μέσα από τις παρατηρήσεις τους, διαπίστωσαν πως οι γονείς διαφοροποιούσαν τον τρόπο επικοι¬νωνίας τους με το παιδί ανάλογα με τις λεκτικές του ικανότητες. Στις περιπτώσεις όπου το παιδί δυσκολευόταν να κάνει μεγάλες προτάσεις, προσάρμοζαν και αυτοί ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο του μιλούσαν. Επομένως, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις απόρριψης ή απομόνωσης των παιδιών, οι διαταραχές επικοινωνίας δεν φαίνεται να προκαλού¬νται από τον τρόπο ομιλίας των γονέων.
Ανατομικές μελέτες και μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν δείξει πως τα φωνολογικά ελλείμματα, και ιδιαίτερα αυτά που έχουν σχέση με τη φωνολογική ενημερότητα και το συλλαβισμό, σχετίζονται με προβλή¬ματα στη λειτουργία του εγκεφάλου. Μια ειδική ορ¬γανική αιτία, στην οποία μπορεί να οφείλονται ορισμένες περιπτώσεις προβλημάτων στη γλωσσική έκφραση, αποτελούν οι επαναλαμβανόμε¬νες ωτίτιδες ή φλεγμονές του μέσου αφτιού οι οποίες είναι πιθανό να συνοδεύονται με απώλεια ακοής κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής. Αυ¬τή η σχέση υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώ¬σεις, παιδιά ηλικίας 2 έως 3 ετών με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης τα οποία την ξεπέρασαν αρκετά γρήγορα, είχαν επανειλημμένα επεισόδια ωτίτιδας σε μικρότερη ηλικία. Η διαπίστωση αυτή φανερώνει πως οι ωτίτιδες του μέσου αυτιού κατά την κρίσιμη πε¬ρίοδο για την ανάπτυξη της γλωσσικής έκφρασης μπορεί να δημιουρ¬γούν προβλήματα ομιλίας, τα οποία όμως φαίνεται πως σύντομα ξεπερ¬νιούνται. Στις περιπτώσεις όμως όπου δεν υπάρχει ιστορικό με ωτίτιδες, τα αίτια της διαταραχής γλωσσικής έκφρασης μπορεί να αφορούν τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, οπότε και η διάρκεια των προβλημάτων είναι μεγαλύτερη.
Φαίνεται πως η γλωσσική ανάπτυξη σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με γενετικούς παράγοντες, αλλά η ακριβής βάση αυτών των παραγό¬ντων πολύ δύσκολα μπορεί να διευκρινιστεί.
Έχει βρεθεί, πως στο 70% των παιδιών με διαταραχές ομιλίας υπάρχει στο οικογενειακό τους ιστορικό κάποια αναφορά σε μαθησιακές δυ¬σκολίες. Σε έρευνες που έγιναν σε περι¬πτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων, ηλικίας 3 έως 5 ετών, διαπιστώθηκε πως τα παιδιά αυτά είχαν συχνότερα παρόμοιες δυσκολίες άρθρωσης σε σχέση με τα διζυγωτικά δίδυμα και τα παιδιά τα οποία δεν είχαν συγγενική σχέση. Παρά το γεγονός ότι τα ερευ¬νητικά ευρήματα καταδεικνύουν τη δυσλειτουργία του εγκεφάλου, δεν μπορεί ακόμη να διευκρινιστεί με σαφήνεια η προέλευση αυτής της δυ¬σλειτουργίας.
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης των διαταραχών γλωσσικής έκ¬φρασης και παρόμοιων διαταραχών επικοινωνίας θα πρέπει να συνε¬κτιμηθεί η συχνή υποχώρηση των προβλημάτων αυτών μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών, χωρίς να είναι αναγκαία κάποιου είδους παρέμ¬βαση. Είναι όμως πολύ πιθανόν οι γονείς των παιδιών αυτών να αναζη¬τήσουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του ειδικού ώστε να κατανοήσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και να βεβαιωθούν ότι λει¬τουργούν με τρόπο που βοηθά αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους. Επομένως, η ένταξη του παιδιού με διαταραχή γλωσ¬σικής έκφρασης σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα σύντομης διάρκειας κρίνεται πολλές φορές σκόπιμη, με στόχο κυρίως την εκπαίδευση των γονέων σε τεχνικές οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν τη γλωσσική έκ¬φραση του παιδιού.
(Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).


Τραυλισμός

Ο τραυλισμός συγκαταλέγεται στις νευρωτικές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας. Θεωρείται διαταραχή της ροής του λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της φωνής και της άρθρωσης. Η διαταραχή συμβαίνει στην αρχή ή στο μέσο του λόγου είτε με επαναλήψεις μεμονωμένων φθόγγων, συλλαβών, λέξεων π.χ. χα χα-χαρούμενος είτε με ένα επίμονο κόμπιασμα σε ένα φθόγγο π.χ. χ...αρούμενος (Δράκος, 1991).
Αν καμιά φορά το παιδί επανα¬λαμβάνει το πρώτο γράμμα (σ-σ-σ-σήκω) την πρώτη συλλαβή (θε-θε¬θε-θέλω) ή ολόκληρη τη λέξη (όταν-όταν-όταν), δεν σημαίνει απαραί¬τητα ότι τραυλίζει. Οι επαναλήψεις, οι παύσεις και η γενική σύγχυση στη «σκέψη και ομιλία», σε πολλές περιπτώσεις είναι φυσιολογικές αντιδράσεις. Κατά την προσχολική ηλικία, τα παιδιά έχουν πολλές εμπειρίες για τις οποίες θέλουν να μιλήσουν χωρίς όμως να μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν πολλές λέξεις ταυτόχρονα, προκειμένου να εκφραστούν άνετα. Είναι λοιπόν πιθανόν, ορισμένα συμπτώματα του τραυλισμού να παρουσιάζονται σε κάποιο παιδί χωρίς ωστόσο να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Χαρακτηρίζεται σαν γλωσσική νεύρωση ή ακόμα σαν ψυχο¬σωματικής αιτιολογίας διαταραχή, αφού σ’ αυτή συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες.
Η νευρωτική εκδήλωση του τραυλισμού αντιδιαστέλλεται α¬πό εκείνη που η αιτιολογία της συνίσταται σε παθολογικά-ορ¬γανικά αίτια. Έτσι πολλοί επιστήμονες του χώρου ποικίλων ε¬πιστη- μονικών κατευθύνσεων ορίζουν τον τραυλισμό κάτω από το πρίσμα της επιστήμης τους π.χ. Ιατρική, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία, Παθογλωσσολογία, Λογοπαιδαγωγική και Λο¬γοπεδική.
Ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται ως σύνδρομο (ιατρική θεώρηση) ή ως φαινόμενο (ψυχοπαιδα¬γωγική ψυχοκοινωνιολογική θεώρηση). Το φαινόμενο του τραυλισμού έχει εντοπιστεί από την αρχαιότητα, ο ρήτορας Δημοσθένης αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ανθρώπου με το φαινόμενο του τραυλισμού με τα δικά του μέσα και μέτρα προσπάθησε να βελτιώσει το πρόβλημα της ροής της ομιλίας του (Δράκος, 1991).
Κατά τους Leahy και Collins (1991), ο τραυλισμός είναι μια αινιγματική διαταραχή με μα¬κρά και δαιδαλώδη ιστορία. Νεώτερες προσωπικότητες της ιστορίας με τραυλισμό ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας, ο Winston Churchill, ο Lenin, ο Theodore Roosevelt, ενώ από τον καλλιτεχνικό χώ¬ρο αναφέρονται οι ηθοποιοί Marilyn Monroe και ο τραγουδιστής Mell Tillis (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).

Ο τραυλισμός σε μεγάλο ποσοστό 1,4% συναντάται στην προσχολική ηλικία, όπως έδειξαν έρευνες του Βecker. Στην αρ¬χή μπορεί να είναι φυσιολογικός και δικαιολογημένος αφού ο ρυθμός σκέψης είναι γρήγορος και η γλωσσική ικανότητα πε¬ριορισμένη. Στο τρίτο και τέταρτο έτος η γλωσσική ανάπτυξη είναι ρα¬γδαία και το λεξιλόγιο αυξάνεται σημαντικά. Σ’ αυτή λοιπόν την ηλικία κάποιο σύμπτωμα μόνο τραυλισμού μπορεί με την ε¬πίδραση εξωγενών παραγόντων να μονιμοποιηθεί και ο τραυλισμός να λάβει χρόνιο χαρακτήρα.
Η συχνότητα του τραυλισμού στα αγόρια παρουσιάζει δυ¬σαναλογία συγκριτικά με τα κορίτσια και είναι 3: 1. Σε ποσοστό 0,7% συναντάται ο τραυλισμός στη σχολική ηλικία 6-14 ετών.
Ο Ιπποκράτης πρώτος έδειξε ότι η μη ισορροπία ανάμεσα στη σκέψη και στο λόγο συμβάλλει στη γένεση του τραυλισμού.
Παρεμφερής νεύρωση με τον τραυλισμό είναι και η λογοφο¬βία όπως έδειξε ο Dosuzkov. Η λογοφοβία εξωτερικεύεται σαν φόβος για επικοινωνία και σαν υπερβολική δειλία. Προσβάλλει όλη την προσωπικότητα του ατόμου που πάσχει από τραυλι¬σμό, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά του και παραμένει ακόμα και μετά την υποχώρηση του τραυλισμού (Δράκος, 1991).

Είδη τραυλισμού

Τα είδη του τραυλι¬σμού είναι τρία: Ο εξελικτικός, ο τραυματικός και ο υστερικός.
Εξελικτικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται κατά την προσχο¬λική ηλικία και εκδηλώνεται ως επανάληψη μιας συλλαβής ή σαν παρεμπόδιση της γλωσσικής ροής στο ξεκίνημα της ομι¬λίας. Όταν τα συμπτώματα αυτά ενισχυθούν από εξωγενείς πα¬ράγοντες (κακή διαπαιδαγώγηση, άσχημο ψυχολογικό κλίμα) ο τραυλισμός μονιμοποιείται και τα συμπτώματά του εκδηλώνονται εντονότερα.

Τραυματικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται σε ενήλικες και αιτία του είναι ένα δυνατό ψυχικό σοκ. Τα συμπτώματά του δεν αυ¬ξάνονται σταδιακά όπως στην περίπτωση του εξελικτικού τραυλισμού αλλά εκδηλώνονται από την αρχή πολύ έντονα και σε σύντομο χρονικό διάστημα με την κατάλληλη θεραπεία εξασθε¬νούν.

Υστερικός τραυλισμός: Προκαλείται ύστερα από ένα έντονο ψυχικό ερεθισμό ή από υστερική αφωνία ή κώφωση. Για τη θεραπεία του χρησιμοποιούνται μέθοδοι υποβολής, ή ηλεκτροθε¬ραπεία κλπ.

Άλλη διάκριση είναι: Κλονικός τραυλισμός, τονικός τραυλι¬σμός και κλονικοτονικός τραυλισμός.
Κλονικός τραυλισμός: Όπου το άτομο που τραυλίζει επανα¬λαμβάνει συνεχώς την αρχική συλλαβή ή λέξη μέχρι ν’ αρχίσει να μιλάει.
Τονικός τραυλισμός: Όπου η δυσκολία έγκειται στο ξεκίνημα της ομιλίας παρά τις έντονες προσπάθειες που γίνονται από το άτομο που τραυλίζει.
Κλονικοτονικός τραυλισμός: Σ’ αυτόν συνυπάρχουν τα δύο προηγούμενα είδη του τραυλισμού (Δράκος, 1991).

Η διάγνωση του τραυλισμού

Παρά το γεγονός ότι διαφορετικά άτομα μπορεί να τραυλίζουν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική συχνότητα, οι γονείς ή άλλα οι¬κεία πρόσωπα του ατόμου που τραυλίζει συνήθως δεν έχουν καμία δυ¬σκολία να αναγνωρίσουν το είδος της δυσκολίας του. Φυσικά, σε αρκε¬τές περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να μη χρησιμοποιούν για την περιγρα¬φή της δυσκολίας του παιδιού τον όρο του «τραυλισμού» αλλά είναι συ¬νήθως σαφείς στις διαπιστώσεις τους. Οι γονείς ή τα ίδια τα παιδιά, όταν αναφέρονται στον τραυλισμό, συνήθως τον περιγράφουν ως κόλλημα.
Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM IV, ο τραυλισμός αναφέρεται στη διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας (δυσανάλογη για την ηλικία του ατόμου), η οποία χαρακτηρίζεται από τη συχνή παρουσία ενός από τα ακόλουθα:
- Επαναλήψεις ήχων και συλλαβών
- Επιμηκύνσεις ήχων
- Επιφωνήματα
- Διακοπτόμενες λέξεις (π.χ. παύσεις μέσα σε μια λέξη)
- Ηχηρές ή σιωπηλές αναστολές (γεμάτες ή κενές παύσεις της ομιλίας)
- Περιφράσεις (υποκαταστάσεις λέξεων για την αποφυγή προβλημα¬τικών λέξεων)
- Παραγωγή λέξεων με υπέρμετρη φυσική ένταση
- Επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων (π.χ. «το-το-το-το είδα»)

Επιπλέον, η διαταραχή της ροής της ομιλίας παρεμποδίζει τη σχολι¬κή ή επαγγελματική απόδοση ή την κοινωνική επικοινωνία. Ο τραυλισμός εκδηλώνεται συνήθως για πρώτη φορά κατά την προσχολική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μάλιστα η τάση της εμφάνισης του τραυλισμού σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο τραυλισμός εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 18 μηνών και 12 ετών με σημαντικά μεγαλύτερες πιθα¬νότητες εμφάνισης στις ηλικίες μεταξύ δύο και πέντε ετών. Παρατηρούμε λοιπόν πως ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως κατά την περίοδο όπου η γλωσσική ανάπτυξη εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έναρξη του τραυλισμού δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο ψυχολογικό ή οργανικό τραύμα. Η εδραίωση της διαταραχής αυτής είναι συνήθως σταδιακή, ενώ συχνά υπάρχουν περίοδοι όπου η ροή του λόγου είναι καλή.
Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ο τραυλισμός στα παιδιά κυ¬μαίνεται περίπου στο 5% αλλά στο σύνολο του πληθυσμού η συχνότη¬τα του τραυλισμού είναι περίπου 1%. Η μείωση της συχνότητας του τραυλισμού στα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας προφανώς σχετίζεται με τη συχνή υποχώρηση του τραυλισμού και την αποκατάσταση της καλής ροής της ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Επειδή όμως δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε να προβλέψουμε σε ποιες περιπτώσεις θα υποχωρήσει ο τραυλισμός και σε ποιες θα εξακολουθή¬σει να υφίσταται ακόμη και στην ενηλικίωση του ατόμου, συνήθως προ¬τείνεται η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού.
Στις ηλικίες των 2 έως 3 ετών, η συχνότητα του τραυλισμού είναι ίδια σε αγόρια και κορίτσια, ενώ στις ηλικίες των 6 έως 7 χρό¬νων η αναλογία είναι 3:1 και στις ηλικίες των 12 έως 13 χρόνων η ανα¬λογία αυξάνεται στο 5:1 σε βάρος των αγοριών. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν πως ο τραυλισμός υποχωρεί με μεγαλύτε¬ρη συχνότητα στις περιπτώσεις των κοριτσιών.

Η αναπτυξιακή πορεία των παιδιών με τραυλισμό

Στις περιπτώσεις όπου ο τραυλισμός δεν αντιμετωπίζεται με κάποια θεραπευτική αγωγή, είναι πιθανόν η δυσκολία του παιδιού στην ομιλία να επιδεινώνεται προοδευτικά. Ενώ αρχικά το παιδί μπορεί να συναντά περιστασιακά μόνο κάποιες δυσκολίες στη ροή του λόγου, αυτές οι δυσκολίες στη συνέχεια γίνονται πιο σοβαρές και αργότερα εδραιώ¬νονται ώσπου να εκδηλώνεται τελικά τραυλισμός σε μόνιμη βάση.
Η εξέλιξη του τραυλισμού περνά βασικά από τέσσερις φάσεις.
Η πρώτη φάση καλύπτει την περίοδο της προσχολικής ηλικίας. Στη φάση αυτή, ο τραυλισμός είναι περιστασιακός και εμφανίζεται συνήθως σε καταστάσεις όπου το παιδί είναι ταραγμένο ή βιάζεται να πει πολλά. Σ’ αυτή την περίπτωση, το παιδί μπορεί να είναι αγχωμένο ή να νιώθει ότι πιέζεται για επικοινωνία. Ο τραυλισμός μπορεί να εκδηλώνεται με την επανάληψη συλλαβών ή λέξεων, συνήθως στην αρχή μιας φράσης. Στη φάση αυτή, οι δυσκολίες του παιδιού δε δημιουργούν πάντα κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.
Η δεύτερη φάση καλύπτει την περίοδο της σχολικής ηλικίας. Τώρα πια ο τραυλισμός αποτελεί χρόνιο πρόβλημα, εμφανίζεται με μεγαλύτε¬ρη επιμονή και μπορεί να εκδηλωθεί σε πολλές καταστάσεις. Σε αυτή τη φάση, το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο με τραυλισμό.
Στην τρίτη φάση, η συμπεριφορά του ατόμου που τραυλίζει διαφο¬ροποιείται σημαντικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκε¬ται. Το άτομο αρχίζει να πιστεύει πως συγκεκριμένοι φθόγγοι, συλλα¬βές ή λέξεις μπορεί να του δημιουργούν ιδιαίτερες δυσκολίες. Γι’ αυτό αρχίζει να αποφεύγει τη χρήση ορισμένων λέξεων και γίνεται ευερέθι¬στο σε αναφορές σχετικά με το πρόβλημά του.
Στην τέταρτη φάση, το άτομο αρχίζει να αποφεύγει καταστάσεις όπου μπορεί να προκληθεί για να μιλήσει. Σε ορισμένες καταστάσεις, όταν υποψιαστεί πως είναι πιθανό να χρειαστεί να μιλήσει, τότε το δια¬κατέχει φόβος. Προς το τέλος της εφηβείας, το άτομο που τραυλίζει αρ¬χίζει να νιώθει πως το πρόβλημά του το οδηγεί ολοένα και συχνότερα σε αμηχανία (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).

Πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση του τραυλισμού

Οι περισσότεροι ειδικοί συγκλίνουν στην εκτίμηση πως ο τραυλισμός είναι ένα πρόβλημα πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Σύμφωνα με τον Van Riper (1982), ο τραυλισμός είναι ένα πολύπλοκο και πολυδιά¬στατο παζλ από το οποίο μας λείπουν ακόμη πολλά κομμάτια. Είναι ευρύτερα αποδεκτό πως δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για τον τραυ¬λισμό και πως ο τραυλισμός είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μιας σειράς δομικών, αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών πα¬ραγόντων.
Στην προσπάθεια κατανόησης της αιτιολογίας του τραυλισμού έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα πολλές θεωρίες, χωρίς όμως κάποια απ’ αυτές να μπορεί να προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας της διαταραχής αυτής. Ο Bloodstein (1995), στην προσπάθειά του να κατηγοριοποιήσει τις υπάρχουσες θεωρίες σχετικά με την αιτιοπαθογένεια του τραυλισμού, προτείνει το ακόλουθο σύστη¬μα ταξινόμησης:

Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «κατάρρευσης» και αποδίδουν τον τραυλισμό σε κατάρρευ¬ση κάποιων φυσιολογικών λειτουργιών, με πιθανή ανάμιξη περιβαλλοντικών παραγόντων οι οποίοι προκαλούν άγχος. Η ανεπάρκεια των φυσιολογικών λειτουργιών, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν γε¬νετική βάση, σχετίζεται με το μηχανισμό παραγωγής του προφορι¬κού λόγου.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «απωθημένης ανά¬γκης» και αντιμετωπίζουν τον τραυλι¬σμό ως έναν τύπο αγχώδους διαταραχής, δηλαδή ως σύμπτωμα κά¬ποιας διαταραγμένης ψυχολογικής λειτουργίας, η οποία είναι πιθα¬νό να μην είναι συνειδητή. Οι υποθέσεις αυτές στηρίζονται βασικά στην ψυχαναλυτική θεωρία.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στις έννοιες της «αναμονής - αντιμετώ¬πισης». Στην περίπτωση αυτή, εκτιμάται πως ο τραυλισμός πυροδοτείται ή ενισχύεται από το γεγο¬νός ότι το άτομο αναμένει με φόβο ότι θα τραυλίσει και προετοιμά¬ζεται να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Σύμφωνα με αυτή την προ¬σέγγιση, αυτό που οδηγεί το άτομο στον τραυλισμό είναι ουσιαστικά η ίδια η προσπάθειά του να αποφύγει τον τραυλισμό. Η προσέγγιση αυτή γίνεται καλύτερα κατανοητή αν σκεφτούμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των ατόμων που τραυλίζουν και διερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να τραυλίζουν περισσότερο ή λιγότερο. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως το άτομο τραυλίζει περισσότε¬ρο στις περιπτώσεις όπου εκτιμά πως είναι πιο πιθανό να τραυλίσει, ενώ όταν δεν σκέφτεται τον τραυλισμό και δεν ανησυχεί γι’ αυτό το ενδεχόμενο, οι πιθανότητες να τραυλίσει μειώνονται.

Σε πολλές έρευνες έχει διαπιστωθεί πως ένα παιδί έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσει τραυλισμό αν στο συγγενικό του περιβάλ¬λον υπάρχουν άτομα τα οποία τραυλίζουν. Από έρευνα (1991), διαπιστώθηκε πως στο 71% των ατόμων που τραυλίζουν, τα αίτια σχετίζονται με την κληρονομικότητα, ενώ στο υπόλοιπο 29%, τα αίτια σχετίζονται με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σε άλλη έρευνα, έχει βρεθεί πως, παρά το γεγονός ότι στα αγόρια ο τραυλισμός εμφανί¬ζεται με μεγαλύτερη συχνότητα, οι συγγενείς κοριτσιών που τραυλί¬ζουν έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν τραυλισμό. Επίσης, στα άτομα με τραυλισμό αναφέρεται συχνότερα κάποια καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη. Όλα αυτά τα στοιχεία στηρίζουν την εκτίμηση πως ο τραυλισμός σχετίζεται σε κάποιο βαθμό με γενετικούς παράγοντες. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που να διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο επιδρά η κληρονομικότητα στην εμφάνιση του τραυλισμού.

Επίσης, ο τραυλισμός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της μίμησης κάποιου προτύπου το οποίο τραυλίζει. Σε αρκετές περι¬πτώσεις, είναι πιθανό κάποιο παιδί να μιμείται τον τρόπο που μιλά ένα άλλο παιδί με τραυλισμό. Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του δεν πρόκειται να οδηγήσει σε τραυλισμό. Από τη στιγμή που το παιδί θα σταματήσει να μιμείται την ομιλία του παιδιού που τραυλίζει, τότε θα συνεχίσει να μιλά με κανονική ροή. Σε περίπτωση όμως που κάποιος από το περιβάλλον του παιδιού δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο παιδί που μιμείται τον τραυλισμό ή αγχωθεί ιδιαίτερα μήπως το παιδί συνεχί¬σει να τραυλίζει, τότε είναι πιθανό και το ίδιο το παιδί να αγχωθεί για τον τρόπο που μιλά. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πιθανό το παιδί πράγματι να συνεχίσει να τραυλίζει. Σε αυτή την περίπτωση όμως ο τραυλισμός δεν είναι αποτέλεσμα της μίμησης του προτύπου αλλά του άγχους και της έντασης που δημιουργούν στο παιδί οι συνθήκες επικοι¬νωνίας σ’ αυτό το πλαίσιο.
Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις ο τραυλισμός μπορεί να ξεπερασθεί χωρίς την παρέμβαση του ειδικού, συχνά τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει το παιδί που τραυλίζει να παραπέμπεται για θεραπευτική αντι¬μετώπιση. Συνήθως οι ειδικοί εκτιμούν πως η παραπομπή του παιδιού θα πρέπει να γίνεται εφόσον οι δυσκολίες στη ροή του λόγου εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση με την πάροδο του χρόνου ή όταν ο τραυλισμός δημιουργεί στο παιδί και τους γονείς του υπερβο¬λικό άγχος, το οποίο μπορεί να εκδηλώνεται αργότερα και με τικ. Συνήθως ο ειδικός σε πρώτη φάση επικεντρώνεται στη συμβουλευτική των γονέων και προσπαθεί να τους διευκολύνει προκειμένου να υιοθετήσουν αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του παιδιού που τραυ¬λίζει. Σε περίπτωση όπου αυτή η προσπάθεια δεν είναι επαρκής, τότε ο ειδικός εφαρμόζει τη θεραπευτική αντιμετώπιση που απορρέει από τη θεωρητική προσέγγιση που υιοθετεί για την αιτιολογία του τραυλισμού (Κάκουρος - Μανιαδάκη, 2002).


Δυσγραμματισμός

Ο δυσγραμματισμός αναφέρεται σε διαταραχή του λόγου που σχετίζεται πολύ με το συντακτικο-μορφολογικό επίπεδο της γλώσσας. Είναι η διαταραχή στην ικανότητα σχηματισμού προτάσεων, στον προφορικό και το γραπτό λό¬γο που να είναι σωστές από γραμματικής και συντακτικής άποψης. Δηλ. σω¬στή τοποθέτηση των λέξεων, σωστή σύνταξη της πρότασης και σωστή κλίση των κλιτών λέξεων.
Το παιδί με τη διαταραχή αυτή έχει δυσκολία να εκφράσει τις σκέψεις του με το πρότυπο των κανόνων της γραμματικής / και συντακτικής δομής της μη¬τρικής του γλώσσας. Ο δυσγραμματισμός μπορεί να συνυπάρχει με άλλες δια¬ταραχές λόγου, π.χ. με δυσλαλία ή με γενικότερη καθυστέρηση λόγου (Μιχελογιάννη & Τζενάκη, 2002).

Ο δυσγραμματισμός δια¬φοροποιείται από τη δυσσυνταξία. Η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι ο δυσγραμματισμός σημαίνει ανικανότητα του ατόμου να εκφράσει τις σκέψεις του με τη σωστή χρήση ουσιαστικών στη σωστή πτώση και ρήματα στο σωστό πρόσωπο ή χρόνο σύμφωνα με τους κανόνες της μητρικής του γλώσσας.
Η δυσσυνταξία από την άλλη, δηλώνει ότι οι λέξεις δεν τοποθε¬τούνται με τη σωστή τους ακολουθία στο λόγο (συντακτική ανακο¬λουθία). Ο όρος δυσγραμματισμός κάτω από το πρί¬σμα της σύγχρονης γλωσσολογίας δηλώνει διαταραχή σε όλα τα επί¬πεδα της γλώσσας, αφού στην έννοια γραμματική συμπεριλαμβάνο¬νται οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες μιας γλώσσας.
Γι’ αυτή τη διαταραχή συναντούμε στη βιβλιογραφία και τους όρους: Αγραμματισμός και Παρα¬γραμματισμός.
Όταν τα φαινόμενα του δυσγραμματισμού παρατηρούνται μέχρι το τέταρτο έτος της ηλικίας, στην περίοδο δηλαδή όπου ο λόγος του παιδιού δεν είναι ακόμα πλήρως διαμορφωμένος αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη, τότε μπορούμε να μιλάμε για φυσιoλoγικό δυσγραμματισμό. Όταν, όμως, υπάρχει μια καθυστερημένη γλωσσική εξέλιξη του παιδιού, τότε ο δυσγραμματισμός εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το 4ο έτος και πολλές φορές συνυπάρχει με τη δυσλαλία (Δράκος, 1998).

Αιτίες του δυσγραμματισμού

Μέχρι τα 4 έτη το παιδί δεν έχει ακόμη φθάσει στο γλωσσικό επί¬πεδο που θα του επέτρεπε να χρησιμοποιεί άνετα και σωστά τη μη¬τρική γλώσσα. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως πρότυπο τη γλώσσα των προσώπων του οικογενειακού περιβάλλοντος, με τα οποία έρχεται σε άμεση επαφή, κάνει χρήση κάποιων στερεότυπων εκφράσεων που ακούει στο γλωσσικό του περιβάλλον.
Αν όμως μετά το 5ο έτος δεν είναι ακόμα ικανό να κάνει σωστή χρήση των γραμματικών δομών, αυτό μπορεί να οφείλεται σε καθυ¬στερημένη γλωσσική εξέλιξη ή σε ελλιπή διαπαιδαγώγηση.
Άλλες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν δυσγραμματισμό είναι:
- Μειωμένο γλωσσικό αίσθημα. Το παιδί δεν ανταποκρίνεται στα γλωσσικά ερεθίσματα. Δείχνει μια απάθεια. Ενώ του μιλάς, εκείνο δεν δίνει συνέχεια στη συζήτηση.
- Κεντρικές βλάβες στην εξέλιξη σε συνδυασμό με πρόωρες εγκε¬φαλικές βλάβες.
- Ενδοκρινικές διαταραχές.
- Χαμηλή νοημοσύνη.
- Ψυχοκινητικές βλάβες και αντιληπτικές αδυναμίες.
- Περιορισμένη ακουστική μνήμη.
- Διαταραγμένη ικανότητα για προσοχή.
- Διαταραχές στην ικανότητα διαφοροποίησης στο φωνητικό, οπτικό, κιναισθητικό και μουσικορυθμικό τομέα.
Ο Liebmann διακρίνει τρία είδη δυσγραμματισμού που διαφοροποιούνται μεταξύ τους ανάλογα με το βαθμό προσβολής του λόγου:
1. Δυσγραμματισμός ελαφριάς μορφής: Ο αυθόρμητος λόγος παρου¬σιάζει μικρές αποκλίσεις στη μορφολογία και τη συντακτική του δο¬μή. Μεγαλύτερη συχνότητα στα λάθη παρουσιάζουν οι κλίσεις.
2. Δυσγραμματισμός μέτριας μορφής: Η ομιλία είναι κυριολεκτικά ασύντακτη. Το άτομο παραποιεί τις πτώσεις και τα γένη.
3. Δυσγραμματισμός βαριάς μορφής: Ο ελεύθερος λόγος είναι κομ¬ματιασμένος. Οι λέξεις προσφέρονται τμηματικά, ξεκομμένες από το γλωσσικό περιβάλλον της πρότασης. Ακόμα και απλές προτάσεις δεν μπορούν να επαναληφθούν με τη σωστή συντακτική τους δομή.
Μια άλλη συναφής με την προηγούμενη διάκριση του δυσγραμμα¬τισμού σε κατηγορίες γίνεται από τον Reemler (1975):
α. Δυσγραμματισμός πολύ βαριάς μορφής: Ο λόγος είναι ελλι¬πής. Το άτομο χρησιμοποιεί μεμονωμένες λέξεις και για να μπορέσει να κάνει κατανοητά αυτά που θέλει να πει στους άλλους τα συνοδεύ¬ει με μιμητικές χειρονομίες.
β. Δυσγραμματισμός βαριάς μορφής: Οι προτάσεις έχουν την πιο απλή δόμηση. Είναι της μορφής: ρήμα - υποκείμενο - κατηγο¬ρούμενο, ενώ τα συντακτικά και γραμματικά λάθη είναι πολύ συχνά. Γίνεται ακόμη από τα άτομα αυτά συχνή χρήση των γλωσσικών στε¬ρεοτύπων.
γ. Δυσγραμματισμός μέσης μορφής: Οι προτάσεις τώρα απο¬τελούνται από 6-7 λέξεις. Είναι απλές, αλλά με σίγουρη και σταθερή δομή και χρήση. Παρόλα αυτό δεν λείπουν τα λάθη στη σύνδεση και στην κλίση των λέξεων, ενώ σημειώνεται μερική ή ολική απουσία άρ¬θρων, αντωνυμιών, προθέσεων, συνδέσμων.
δ. Δυσγpαμματισμός ελαφριάς μορφής: Ο αριθμός των λέξεων μιας πρότασης αυξάνει. Φτάνει τις 7-8, ενώ γίνονται προσπάθειες για τη σωστή σύνδεσή τους. Τα γραμματικά λάθη έχουν μειωθεί αισθητά. Εντούτοις δεν κλίνονται πάντα σωστά άρθρα και ανώμαλα ρήματα.
ε. Δυσγραμματισμός: Σ’ αυτό το στάδιο δεν έχουμε δυσγραμ¬ματισμό και η γλωσσική εξέλιξη του παιδιού είναι ανάλογη με την ηλι¬κία του.
στ. Δυσγραμματισμός: Το παιδί χρησιμοποιεί στο λόγο του σύνθετες προτάσεις. Μπορεί με άνεση να διηγηθεί κάτι ή ν’ αναφερ¬θεί σε γεγονότα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά. Γενικά ο λόγος του έχει πληρότητα, σαφήνεια και μπορεί να θεωρηθεί καθ’ όλα υποδειγ¬ματικός.
Άλλοι όμως ερευνητές των γλωσσικών διαταραχών, κάνοντας κρι¬τική στις παραπάνω θέσεις, διατυπώνουν την άποψη ότι ο Remmler με την κατηγοριοποίηση που κάνει συγκρίνει το λόγο του παιδιού με το λόγο του ενήλικου, χωρίς να δέχεται την ιδιαιτερότητα της παιδι¬κής γλώσσας.
Αντίθετα, ο Arnold αναφέρει τα παρακάτω είδη δυσγραμματι¬σμού έχοντας ως βάση την αιτιολογία και όχι τη φαινομενολογία:
. Φυσιολογικός δυσγραμματισμός που εμφανίζεται στα πρώτα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης του παιδιού και είναι φυσικό να υπάρ¬χει τη στιγμή που ο λόγος δεν έχει ακόμη πλήρως διαμορφωθεί.
. Δυσγραμματισμός ως συνέπεια φυσικής αδυναμίας. Η γλωσσική αδυναμία μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς ή κληρονομικούς παρά¬γοντες.
. Ιδιοπαθητικός δυσγραμματισμός, που οφείλεται σε καθυστέρηση της ψυχωσικής ωρίμανσης του ατόμου.
. Συμπτωματικός δυσγραμματισμός, που σχετίζεται με πρόωρες εγκεφαλικές βλάβες.
Τέλος, σύμφωνα με τα συμπεράσματα ψυχογλωσσικών ερευνών και τις απόψεις των ειδικών ο δυσ¬γραμματισμός συνδέεται τόσο με την κωδικοποίηση όσο και με την αποκωδικοποίηση της γλώσσας.
Στη διαδικασία της κωδικοποίησης ο δυσγραμματισμός εμποδίζει τη μετάδοση ενός ολοκληρωμένου μηνύματος, έτσι που ο συνομιλητής να χάνει κάποιο μέρος των πληροφοριών που θέλει να του μεταδώσει ο άλλος.
Στη διαδικασία πάλι της αποκωδικοποίησης ο δυσγραμματισμός δε βοηθά στην αποκρυπτογράφηση και κατανόηση των μηνυμάτων με αρνητικές συνέπειες στην οικειοποίηση των μορφοσυντακτικών κανόνων της γλώσσας.

Διάγνωση του δυσγραμματισμού

Για τη σωστή θεραπεία του δυσγραμματισμού επιβάλλεται μια πο¬λύπλευρη διάγνωση που θα προκύψει από τη συνεργασία γλωσσοπαι¬δαγωγών, ψυχολόγων, δασκάλων και γονέων. Αρχικά θα πρέπει να ελεγχθεί η γλωσσική ανάπτυξη του ατόμου με δυσγραμματισμό. Ειδι¬κότερα θα εξεταστεί η γλωσσική δεξιότητα στον ελεύθερο λόγο, τη διήγηση και την επαναδιήγηση, για να ακολουθήσει η ανάλυση της ομιλίας του.
Η ανάλυση στοχεύει στο να εξακριβώσει την ευχέρεια που έχει το άτομο να χρησιμοποιεί τους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, τους συνδέσμους, τις κλίσεις των ρηματικών χρόνων κ.λπ.
Με το ιστορικό, εξάλλου, θα ληφθούν πληροφορίες τόσο για το άτομο όσο και για το κοινωνικό - οικογενειακό του περιβάλλον. Ελέγ¬χονται ακόμη: η όραση, η ακοή, η κιναισθητική δεξιότητα, η σωματι¬κή αρτιμέλεια, το νευρικό σύστημα και η νοημοσύνη. Υπάρχουν περι¬πτώσεις όπου ο δυσγραμματισμός είναι αποτέλεσμα αφασίας ή τραυλισμού (Δράκος, 1998).

Θεραπεία του δυσγραμματισμού

Το άτομο με δυσγραμματισμό δεν μπορεί, όπως προαναφέραμε, να χρησιμοποιήσει σωστά τους συντακτικούς και μoρφλoγικoύς κανό¬νες της μητρικής του γλώσσας. Η θεραπευτική αγωγή, λοιπόν, θα επι¬διώξει να το βοηθήσει να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα, παρέχοντάς του εξατομικευμένη βοήθεια με κατάλληλες ασκήσεις. Οι ασκήσεις θα στοχεύουν στην παραγωγή πρώτα και στη δόμηση μετά ενός συστή¬ματος γραμματοσυντακτικών κανόνων, μέσα από μια διαδικασία στην οποία ο λόγος του λογοθεραπευτή θα λειτουργήσει ως πρότυπο.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ασκήσεων το παιδί καλείται να επα¬ναλάβει μικρές λέξεις ή προτάσεις που τις ακούει πρώτα από το λο¬γοθεραπευτή.
Όμως, πριν απ’ όλα, θα πρέπει να εντοπιστεί το γλωσσικό στάδιο του παιδιού, να ιεραρχηθούν οι γλωσσικές του ελλείψεις, ώστε ο λο¬γοθεραπευτής να βαδίζει κλιμακωτά και να βελτιώνει τα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης, στα οποία το παιδί εμφανίζει μια καθυστερημένη εικόνα.
Η θεραπεία θα ξεκινήσει από το γλωσσικό στάδιο εκείνο που έχει κατακτηθεί από το παιδί για να προχωρήσει βαθμιαία και στα επόμε¬να. Κι ακόμη, η αντίληψη θα πρέπει να είναι αναπτυγμένη σε τέτοιο σημείο, ώστε το παιδί να είναι σε θέση να κατανοεί πρώτα και στη συ¬νέχεια να μπορεί να χρησιμοποιεί στον ελεύθερο λόγο του τους γραμ¬ματικούς κανόνες.
Απ’ όσα είπαμε, η χρησιμότητα των γλωσσικών ασκήσεων είναι πρoφανής. Οι ασκήσεις αυτές θα προδιαθέσουν ευνοϊκά το παιδί για ομιλία. Θα βοηθήσουν στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου του και θα το μάθουν να χρησιμοποιεί σωστά τη δομή της γλώσσας.
Με τις ασκήσεις χρησιμοποιούνται διάφορα βοηθητικά μέσα όπως εικόνες, παιχνίδια μουσικορυθμικά κ.ά., ειδικά όταν μαζί με το δυσ¬γραμματισμό συνυπάρχει και πνευματική καθυστέρηση.
Τέλος, είναι αυτονόητο πως τη στάση του λογοπαιδαγωγού και λο¬γοθεραπευτή απέναντι στο άτομο με δυσγραμματισμό θα πρέπει να τη διακρίνει η υπομονή, η κατανόηση και η φιλικότητα. Παράλληλα, όμως, οι προσπάθειές τους θα πρέπει να στραφούν και προς το άμε¬σο περιβάλλον του παιδιού, ένα περιβάλλον που συνήθως απομονώ¬νει και παραμελεί τέτοια άτομα, θεωρώντας ως πνευματική υστέρηση τη γλωσσική τους ανεπάρκεια χωρίς να δίνει τα κατάλληλα γλωσσικά ερεθίσματα (Δράκος, 1998).

Ένα παιδί τραβάει τα φωνήεντα και τα σύμφωνα και η φωνή του τρέμει (Δυσαρθρία)

Υπάρχει μια βαριά διαταραχή της ομιλίας στα παιδιά και στους μεγάλους που οφείλεται στη βλάβη των κινητικών εγκεφαλικών νεύρων με αποτέλεσμα να έχουμε παραλύσεις ή βλάβες στο συντονισμό των μελών των οργάνων, που σχετίζονται με την ομιλία. Έχουμε μια ατελέστατη άρθρωση, ακατανόητη ομιλία, τρεμάμενη φωνή χωρίς ρυθμό, χρόνο και μελωδία.

Είδη Δυσαρθρίας

Υπνώδης Δυσαρθρία
Οφείλεται σε βλάβες των εγκεφαλικών νεύρων που καθοδηγούν τη γλώσσα, τον φάρυγγα και τον λάρυγγα. Η ομιλία είναι υποτονική και μονότονη, έχει έντονη ρινική χροιά, τα σύμφωνα δεν σχηματίζονται με ακρίβεια, οι προτάσεις είναι σύντομες και ο τόνος της φωνής φθίνει σταδιακά. Υπνώδη Δυσαρθρία παρουσιάζουν όλα τα άτομα που υποφέρουν από μυασθένεια.


Σπαστική Δυσαρθρία
Είναι το αποτέλεσμα σπαστικής ημιπληγίας. Το πρόσωπο είναι ανέκφραστο τρέχουν συνεχώς σάλια, οι κινήσεις των χειλέων και της γλώσσας είναι επιβραδυνόμενες και περιορισμένης έκτασης. Η φωνή είναι αδύνατη, ρινική και ασθενική. Τα σύμφωνα σχηματίζονται όχι με ακρίβεια, είναι μονότονα, βραχνά, ακούγονται σαν να έρχονται από μακριά και εμφανίζουν διαλείψεις. Ο ρυθμός της ομιλίας είναι βραδύς.

Αταξική Δυσαρθρία
Οφείλεται σε βλάβες του μικρού εγκεφάλου και χαρακτηρίζεται από ανακρίβεια στην προφορά των συμφώνων, από επιμηκυνόμενα φωνήεντα, από μεγάλες παύσεις ομιλίας, από υψηλούς τόνους και ένταση, από επιβραδυνόμενο ρυθμό ομιλίας.

Υποκινητική Δυσαρθρία
Οφείλεται σε ανωμαλίες του εξωπυραμιδικού συστήματος. Έχουμε αποκλείσεις στον τόνο της ομιλίας, η φωνή είναι ασθενής, τα σύμφωνα δεν είναι ευκρινή, η φωνή τρέμει και εμφανίζει συχνά διακοπές.

Υπερκινητική Δυσαρθρία
Έχουμε δύο τύπους υπερκινητικής δυσαρθρίας την ταχεία και την βραδεία.
Η ομιλία κατά την ταχεία μoρφή της Υπερκινητικής Δυσαρθρίας έχει στιγμές που δεν εμφανίζει καθόλου δυσαρθρικά φαινόμενα. Στην κατηγορία της Υπερκι¬νητικής Δυσαρθρίας υπάγονται οι ασθενείς του συνδρόμου Gilles -de-la Tourette. Κατά τον σχηματισμό των φωνηέντων παρατηρούνται tics, ελαττωμένη άρθρωση η οποία συχνά καταλήγει σε ηχολαλία και κοπρολαλία.
Κατά την βραδεία μορφή υπερκινητικής Δυσαρθρίας έχουμε αθετώσεις, δυ¬σκινησία και δυστονία. Τα σύμφωνα προφέρονται χωρίς συμμετρία, τα φωνήεντα άγρια, η άρθρωση παρουσιάζει ακανόνιστες διακοπές, οι τόνοι της φωνής κυμαί¬νονται σε χαμηλά επίπεδα, τα φωνήεντα επιμηκύνoνται, η φωνή διακόπτεται ξαφ¬νικά.


Μεικτή Δυσαρθρία

Oφείλεται σε δυσλειτουργία ή βλάβες πολλών συγχρόνως εγκεφαλικών κινη¬τικών συστημάτων. Η ομιλία μπορεί να χαρακτηρίζεται από ελαφρά δυσαρθρικά φαινόμενα, μπορεί ακόμη σε βαριά μορφή να είναι και τελείως ακατανόητη.

Σε ό,τι αφορά τη λογοθεραπεία της Δυσαρθρίας μπορούμε να πούμε ότι διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Αντικειμενικός σκοπός είναι η βελτίωση της αρθρώσεως. Αυτό επιτυγχάνεται μέχρις ενός βαθμού με επιβραδυνόμενο ρυθμό ομιλίας, με επιλεγμένες ασκήσεις από συλλαβές με τα κρίσιμα φωνήματα. Ακόμη, ασκήσεις με συμπλέγματα, αναπνευστικές ασκήσεις,-ασκήσεις χαλαρωτι¬κές στο εξωτερικό και εσωτερικό του λάρυγγα καθώς και των μυών γύρω από το λαιμό. Πάντως τα αποτελέσματα της λογοθεραπείας στις περιπτώσεις των Δυ¬σαρθριών δεν είναι εντυπωσιακά (Αλεξάνδρου, 1986).


Γλωσσικός αρνητισμός (mutismus)

Ο γλωσσικός αρνητισμός, που σημαίνει άρνηση για ομιλία, είναι μια γλωσσική δυσλειτουργία με ψυχoγενή προέλευση. Στο γλωσσικό αρνητισμό, ενώ το άτομο έχει ήδη κατακτημένη την ομιλία, ενώ δεν αντιμετωπίζει το παραμικρό εμπόδιο/πρόβλημα από οργανικές αιτίες/δυσλειτουργίες, εντούτοις δε χρησιμοποιεί την ομι¬λία και αυτό είναι το πρόβλημά του.
Αιτίες αυτής της δυσλειτουργίας είναι τα αρνητικά βιώματα και οι ψυχικής προέλευσης τραυματικές εμπειρίες που έζησε το άτομο. Έτσι, η απώλεια της ομιλίας εμφανίζεται ξαφνικά και σαν διέξοδος
χρησιμοποιείται από τον πάσχοντα η μιμητική ή ο γραπτός λόγος. Ο εκλεκτικός γλωσσικός αρνητισμός δηλώνει την κατά διαστήμα¬τα άρνηση του παιδιού για ομιλία, παρόλο που δεν έχει πάθει κάποι¬ες οργανικές βλάβες στο φωνητικό του μηχανισμό.
Κάποιοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο για να δηλώσουν την περιορισμένη γλωσσική επικοινωνία. Συγκεκριμένα, οι Becker-Sovak στο: Lehrbuch der Logopaedie, ορίζουν τον εκλεκτικό γλωσσικό αρνητισμό ως μια γενική κατάσταση δειλίας, που έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη δυνατότητα του ατόμου για γλωσσική επικοινωνία και γενικά φόβο για ομιλία. Η πλειοψηφία όμως των συγγραφέων με τον όρο δηλώνει την άρ¬νηση του παιδιού για ομιλία, που εκδηλώνεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η μόνο κατά την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων.
Σαν αιτίες αναφέρονται τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς παρά¬γοντες, όπως:
. μια υπερβολική ευαισθησία
. πιέσεις για καλύτερη σχολική επίδοση
. ψυχικά επιβαρυντικές συνθήκες (τόσο οικογενειακές όσο και σχολικές)
. αρνητικά βιώματα
. περιορισμένη γλωσσική ικανότητα του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος.
Τα συμπτώματα, όπως αναφέρθηκε, είναι η άρνηση για ομιλία (βουβαμάρα). Κάτω από ορισμένες συνθήκες το παιδί αρ¬νείται να μιλήσει, π.χ. στο νηπιαγωγείο, παρόλο που δεν έχει κανένα πρόβλημα στο σπίτι ή στην επικοινωνία του με τους γονείς τους. Ταυ¬τόχρονα, όμως, παρατηρείται και κάποια ιδιαιτερότητα στη συνολική συμπεριφορά αυτών των παιδιών, όπως: υπερευαισθησία, φόβος, ανα¬σφάλεια, αναστολές, πείσμα και αρνητική συμπεριφορά, ενώ σωματικά παρουσιάζουν αδυναμία και υπανά¬πτυξη. Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο εκλεκτικός μουτισμός παρουσιάζε¬ται συνήθως σε παιδιά και σπανιότερα σε ενήλικους. Η διαταραχή εμφανίζεται στο 3ο έτος ή στην αρχή της σχολικής ζωής.
Εκλεκτικός μουτισμός δε σημαίνει μόνο ένα καθαρά γλωσσικό πρόβλημα, αλλά ένα πρό¬βλημα γλωσσικής ετοιμότητας. Η επίδραση που έχει το πρόβλημα του γλωσσικού αρνητισμού φαίνεται τόσο στην κοινωνική όσο και στη σχολική ζωή ενός παιδιού, που σιγά-σιγά απομονώνεται από τις σχο¬λικές εκδηλώσεις και κλείνεται στον εαυτό του. Η απόδoσή του στο σχολείο είναι χαμηλή και δεν συμβαδίζει με την απόδοση των υπόλοι¬πων συμμαθητών του.

Η διάγνωση στην περίπτωση της διαταραχής αυτής έχει σαν πρώ¬το και κύριο σκοπό ν’ αποκλείσει διαταραχές της ακοής, εγκεφαλικές βλάβες και την περίπτωση του αυτισμού. Πρέπει, επίσης, ν’ αποκλει¬στεί η ύπαρξη και άλλων διαταραχών του λόγου που οφείλονται σε προβλήματα του Κ.Ν.Σ., όπως αφασία και αφωνία.
Κατά τη διάγνωση γίνονται ψυχιατρικές -ψυχολογικές εξετάσεις, με σκοπό να εντοπιστούν τα νευρωτικά συμπτώματα της συμπεριφο¬ράς. Μετριέται επίσης ο δείκτης νοημοσύνης και η γλωσσική ανάπτυ¬ξη το ατόμου. Πολύ σημαντικό είναι και το ιστορικό του παιδιού, για¬τί μέσα σ’ αυτό μπορούν να διαπιστωθούν οι αρνητικές ψυχολογικές καταστάσεις που το έχουν επηρεάσει.
Η θεραπεία του γλωσσικού αρνητισμού βασίζεται κυρίως στις με¬θόδους της ψυχανάλυσης και της ψυχολογίας της συμπεριφοράς.
Επειδή πρόκειται για διαταραχή περισσότερο ψυχική παρά γλωσ¬σική, τα θεραπευτικά μέσα που εμφανίζονται είναι τα μέσα που χρη¬σιμοποιεί η Κλινική Ψυχολογία ή η Παιδoψυχoθεραπεία και όχι η λο¬γοθεραπεία. Ο λογοθεραπευτής όμως πρέπει να συμβάλλει και αυτός στην κοινωνική αποκατάσταση των παιδιών με γλωσσικό αρνητισμό. Φυσικά, η θεραπεία προσαρμόζεται στην περίπτωση του ολικού ή εκλεκτικού γλωσσικού αρνητισμού.
Το αναφέραμε και παραπάνω: παιδιά με μουτισμό σιωπούν. Δεν έχουν τη διάθεση ν’ απευθύνουν το λόγο σε κάποιον, γιατί εμποδίζο¬νται από κάποιο ψυχολογικό παράγοντα, που πρέπει να εξαλειφθεί.
Η θεραπεία, λοιπόν, δεν θα είχε κανένα νόημα εάν επιδίωκε να πα¬ροτρύνει τα παιδιά να μιλήσουν χωρίς να τα απελευθερώσει, πρώτα, από την ψυχολογική τους επιβάρυνση. Άλλωστε, η αποτελεσματικό¬τητα της θεραπείας εξαρτάται από την ευκαμψία-πλαστικότητα που αυτή παρουσιάζει, καθώς επίσης και από την παροχή εξατομικευμέ¬νης βοήθειας προς τα άτομα αυτά, ανάλογα με την ατομική περίπτω¬ση του καθενός.
Συχνά, σαν προϋπόθεση για μια πετυχημένη θεραπεία θεωρείται η αλλαγή του περιβάλλοντος στο οποίο ζει το παιδί. Βέβαια, μια τέτοια αλλαγή σίγουρα είναι κάτι πολύ θετικό. Όχι όμως πάντα, αφού δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι αλλαγή του περιβάλλοντος μπορεί να σημαίνει και ενίσχυση της αβεβαιότητας του παιδιού.
Αρχικά, παροτρύνει το παιδί να πει κάποιες μικρές λέξεις ή προ¬τάσεις στα πλαίσια ομαδικής θεραπείας με κάποιο παιχνίδι (όπως παιχνίδι ρόλων κ.ά.). Ο θεραπευτής, απ’ την πλευρά του, αντιδρά ψυχo¬λογικά, τόσο στις πρώτες γλωσσικές εξωτερικεύσεις του παιδιού, όσο και στη σιωπή του. Πολλές φορές τα ίδια τα παιδιά υποδεικνύουν τρό¬πους που τα βοηθούν να εκφραστούν.
Όπως διαπίστωσαν οι Ehrsam και Heese, τα παιδιά μιλούσαν ευ¬κολότερα όταν ήταν κάτω από το τραπέζι και δεν φαίνονταν ή ήταν πρόθυμα για μια τηλεφωνική συνομιλία, όταν βρίσκονταν μόνα τους στο δωμάτιο. Η φαντασία και η ευρηματικότητα του θεραπευτή παί¬ζει εδώ τον πρώτο ρόλο.
Σχετικά με τη θεραπεία υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που προ¬τείνει να μη γίνεται καμιά προσπάθεια επέμβασης από μέρους των ει¬δικών για αποκατάσταση αυτής της διαταραχής, γιατί ο γλωσσικός αρνητισμός υποχωρεί μόνος του κατά την περίοδο της εφηβικής ηλι¬κίας. Η πρόταση όμως αυτή πρέπει να θεωρείται ως παρακινδυνευ¬μένη, γιατί στερώντας το παιδί από τη γλωσσική επικοινωνία, με τον καιρό, συσσωρεύονται πολλά προβλήματα στην κοινωνική συμπεριφορά του (Δράκος, 1998).

Ταχυλαλία

Η ταχυλαλία είναι μια διαταραχή της ροής του λόγου. Στην ταχυ¬λαλία η άρθρωση δεν είναι ευκρινής - καθαρή. Η ομιλία έχει ένα γρή¬γορο ρυθμό. Οι λέξεις προφέρονται βιαστικά, παραποιημένα και όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα, η ομιλία να μη γίνεται πλήρως κατανοητή και η επικοινωνία δύσκολη.
Ο Arnold τονίζει ότι στην περίπτωση της ταχυλαλίας ο λόγος είναι ορμητικός, βιαστικός και ακατανόητος.
Ο Luchsinger συμπληρώνει ότι στην ταχυλαλία λόγω της επί¬σπευσης - συντόμευσης της ομιλίας έχουμε ελλιπή, παραποιημένη, ακανόνιστη και ασαφή πρoφορά φθόγγων, συλλαβών και λέξεων.
Με την ταχυλαλία, εξάλλου, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: ενώ η σκέψη τρέχει με ένα δικό της γρήγορο ρυθμό, η ομιλία δεν μπορεί να την παρακολουθήσει σ’ αυτό το ρυθμό. Ή με άλλα λόγια, στην ταχυ¬λαλία η σκέψη δεν προλαβαίνει να εκφραστεί με λόγια, πράγμα που έχει ως συνέπεια την εμφάνιση αυτής της διαταραχής.
Όμως οι επιπτώσεις της ταχυλαλίας στο άτομο δεν περιορίζονται μόνο στην απαγγελία - πρoφορά. Συχνά επεκτείνονται και στο γρα¬πτό λόγο, ο οποίος είναι δυνατό να παρουσιάζει έναν άστατο γραπτό λόγο με παραλείψεις γραμμάτων και παραποίηση λέξεων.
Η άρθρωση και η φώνηση παρουσιάζουν επίσης αποκλίσεις και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της ομιλίας έχουμε συχνές εισπνοές και ακατάστατο ρυθμό στην εκφώνηση των λέξεων και στα μεταξύ των λέξεων κενά.
Ας δούμε, όμως, τώρα τα συμπτώματα αυτής της γλωσσικής δυσ¬λειτουργίας, έτσι όπως τα περιγράφει ο Seeman (1974). Παρατηρού¬νται λοιπόν τα ακόλουθα:
. Επίσπευση στην πρoφορά μεγάλων λέξεων και προτάσεων. Με¬γάλες λέξεις και προτάσεις δεν προφέρονται ολόκληρες, αφενός για¬τί ο ρυθμός της ομιλίας είναι ταχύς και αφετέρου γιατί καταβάλλεται προσπάθεια να βρεθούν οι κατάλληλες λέξεις.
. Η επίσπευση στην προφορά οδηγεί στην παράλειψη συλλαβών ή στην επανάληψή τους, με συνεπακόλουθο την εμφάνιση χαρακτηρι¬στικών που παρατηρούνται στον τραυλισμό.
. Περιορισμένη χρήση συμφώνων και παραποιημένη προφορά φθόγγων. Ο λόγος είναι τόσο σύντομος, που δεν υπάρχει χρόνος για σύνθετη άρθρωση. Έτσι, οδηγούμαστε σε παράφραση συλλαβών, στις γνωστές παραρθρίες.


Αιτιολογία και διάγνωση της ταχυλαλίας

Ο West και οι συνεργάτες του θεωρούν την ταχυλαλία σαν μια πα¬ραλλαγή του τραυλισμού. Ενώ ο Arnold (1974) την περιγράφει ως αδυναμία που αφορά τη σωστή εκφραστική και αρθρωτική ικανότητα του ατόμου και οφείλεται σε εκ γενετής γλωσσική αδυναμία.
Ο Weiss (1964) από την πλευρά του κατονομάζει σαν αιτία αυτής της διαταραχής τη μη φυσιoλoγική λειτουργία των κεντρικών μηχανι¬σμών της γλώσσας.
Ο Liebman κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην κινητικού και στην προληπτικού τύπου ταχυλαλία. Η πρώτη οφείλεται σε κιναισθητικές, σωματικές και κινητικές ανωμαλίες, ενώ η δεύτερη σε ακουστικές.
Ο Seeman (1974), εντοπίζει τις κινητικές ανωμαλίες που συνοδεύ¬ουν τα συμπτώματα της ταχυλαλίας και τις ανάγει σε διαταραχές του στριοπαλλιδικού συστήματος.
Η Knura (Handbuch) αναφέρει συμπερασματικά ως αιτίες της ταχυλαλίας τις πρώιμες κεντρικές βλάβες, καθώς επίσης και την επίδραση φυσικών παραγόντων.
Ο Liebman, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, ισχυρίζε¬ται ακόμη, ότι στην περίπτωση ταχυλαλίας συνυπάρχουν και χαρακτη¬ριστικά στοιχεία άλλων διαταραχών, των οποίων η διάγνωση είναι δύ¬σκολη μεν, αλλά απαραίτητη για την εφαρμoγή της σωστής θεραπείας.
Τέλος, ο Luchsinger (1963), προτείνει να υπάρχει η διάκριση της ταχυλαλίας από την «καθαρή ταχυλαλία», η οποία δεν αποτελεί γλωσ¬σική διαταραχή αλλά είναι ένα χαρακτηριστικό που το έχουν πολλοί άνθρωποι και συνίσταται στη γρήγορη-ρέουσα και χωρίς εμπόδια ομιλία.
Ας σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία της διάγνωσης πρέπει να διαφοροποιηθεί η ταχυλαλία από τον τραυλισμό και από άλλες δυσαρθρικές διαταραχές. Και ακόμη, ότι η διάκριση μεταξύ ατόμων που πά¬σχουν από τραυλισμό ή ταχυλαλία είναι δύσκολη, όταν βασίζεται στα συνακόλουθα χαρακτηριστικά που έχουν οι δύο αυτές κατηγορίες, όπως π.χ. στην ταχυλαλία εμφανίζεται επιθετικότητα, ενώ στον τραυ¬λισμό δειλία, επιθετικότητα, φόβος κ.ο.κ.
Σκιαγραφώντας, ο Lettmayer, την προσωπικότητα του ατόμου με ταχυλαλία, ισχυρίζεται ότι πρόκειται για άτομα απότομα, άστατα, που τα διακρίνει η επιπολαιότητα και τα χαρακτηρίζει η αφηρημάδα. Λόγω της μειωμένης προσοχής και συγκέντρωσης, τα ακουστικά ερεθίσματα δεν εντυπώνονται. Επίσης, κατά τη διάρκεια του λόγου δεν πραγματοποιείται μια προηγούμενη εσωτερική σύλληψη του λό¬γου, όπως συμβαίνει στους κανονικούς ομιλητές, με αποτέλεσμα η προσπάθεια για συνεχή λόγο να επισπεύδει το ρυθμό ομιλίας και συ¬νέπεια αυτού είναι να έχουμε ταχυλαλία.
Ο Weib, επίσης, μας πληροφορεί ότι αυτό το άτομο δεν σκέφτεται με συγκεκριμένες λέξεις, αλλά αφηρημένα. Η διαταραχή αυτή της ομιλίας έχει αντίκτυπο και στις κινήσεις του σώματός του, οι οποίες είναι απότομες, βιαστικές, χωρίς ρυθμό. Είναι δυσκίνητο άτομο στις χορευτικές φιγούρες και στις γυμναστικές ασκήσεις. Κατά κανόνα, ο ίδιος είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Δεν συνειδητοποιεί τα λάθη του, αλλά δείχνει ευαισθησία στα λά¬θη των άλλων. Δεν ανέχεται καμιά κριτική και είναι ευερέθιστος και οξύθυμος.
Αν και ποικίλλει η συμπεριφορά του, τις περισσότερες φορές είναι κακός ακροατής χωρίς αυτοκυριαρχία και δύσκολα παραδέχεται ότι έχει πρόβλημα, ενώ προσπαθεί να επιβάλλεται και να επικρατεί σ’ ένα σύνολο.

Η θεραπεία που ακολουθείται γι’ αυτά τα άτομα είναι ένας συν¬δυασμός παιδαγωγικών και ψυχολογικών ασκήσεων και στοχεύει στην υιοθέτηση ενός νέου τρόπου ομιλίας με ταυτόχρονη ενίσχυση του ακουστικού ελέγχου από τον ίδιο τον πάσχοντα.
Εξετάζεται, επίσης, ο γραπτός λόγος του, για να βρεθούν πιθανές δυσκολίες και προβλήματα, χωρίς να παραβλέπονται και οι ψυχολο¬γικές-κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτό ζει.
Η θεραπευτική προσέγγιση των ατόμων αυτών παρουσιάζει δυ¬σκολίες, γιατί τα ίδια δεν έχουν συνειδητοποιήσει το βιαστικό τρόπο της ομιλίας τους και δεν υποφέρουν από συναισθήματα κατωτερότη¬τας. Αντίθετα, πολλές φορές, εάν τυχαίνει να είναι και ευφυή, παρου¬σιάζονται με συναισθήματα ανωτερότητας.
Έτσι, λείπει από τέτοια άτομα το κίνητρο για αυτοβελτίωση που θα τους επέτρεπε να εργαστούν προς την κατεύθυνση της καλλιέρ¬γειας της αυτοκυριαρχίας τους.
Είναι, λοιπόν, έργο του θεραπευτή η ευαισθητοποίηση αυτού του ατόμου, ώστε να κατανοήσει το ίδιο τη δυσαρμονία της συμπεριφοράς του, να εξασκήσει τον αυτοέλεγχό του και να επιβληθεί στον εαυτό του.
Στην περίπτωση της διαταραχής αυτής εφαρμόζεται μια εκπαίδευ¬ση με γυμναστική - μουσική - ρυθμική και μουσικορυθμική. Η θερα¬πευτική αγωγή που βασίζεται στη γυμναστική μαθαίνει σ’ αυτό το άτο¬μο να κυριαρχεί στο σώμα του.
Ο Seeman υποστηρίζει ότι η εκμάθηση ενός ρυθμού από τα άτομα αυτά, τα βοηθά να καλλιεργήσουν την αυτοκυριαρχία τους. Η μουσι¬κή τους εκπαίδευση ολοκληρώνεται με το τραγούδι, που είναι μια κα¬λή άσκηση για την αναπνοή και τη φωνή και βοηθά επίσης στη ρυθμι¬κή ομιλία.
Στη συνέχεια, ο θεραπευτής χρησιμοποιεί μαγνητόφωνo για να κα¬ταγράψει μια συνομιλία αυτού του ατόμου, με σκοπό να συνειδητο¬ποιήσει αυτό το ίδιο τον τρόπο που μιλά, αλλά και να ευαισθητοποιη¬θεί παραπέρα, ώστε να ελέγχει το ίδιο την ομιλία του. Εξασκείται στο να δείχνει κατανόηση στον ειρμό της σκέψης των συνανθρώπων του, ώστε να γίνει τελικά ένας σωστός ακροατής.
Οι ασκήσεις ακρόασης μπορούν να λάβουν ποικίλες διδακτικές μορφές, π.χ. ακούω το συνομιλητή και κρατάω σημειώσεις. Στη συνέ¬χεια, ο θεραπευτής ελέγχει με σχολαστικότητα το περιεχόμενο αυτών των σημειώσεων και ιδιαίτερα της κατανόησης.
Με ερωτήσεις επιμένει στον τύπο, ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς θε¬ραπευτικές συμπεριφορές που βοηθούν τη λειτουργία της προσοχής.
Το επόμενο βήμα του θεραπευτή είναι να οδηγήσει αυτό το άτομο πρώτα να σκέπτεται και μετά να μιλά. Εκτός από τις ασκήσεις που έχουν σκοπό την ενίσχυση της προσοχής και της συγκέντρωσης, εφαρμόζονται και ασκήσεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων και ταυτόχρονα κάνουν χρήση και των λεπτών κινήσεων των χεριών.
Η Κreixner Friederike προτείνει θεραπεία με εικόνες σε δύο μορ¬φές:
Εικόνες ανεξάρτητες η μία από την άλλη, που το παιδί καλείται να περιγράψει.
Εικόνες που έχουν νοηματική συνέχεια μεταξύ τους. Αυτές απο¬καλύπτονται μία-μία στο παιδί, που πρέπει για την καθεμία να κάνει ένα σχόλιο και να τις συνδυάσει κατάλληλα, ώστε να δημιουργήσει μια ιστορία.
Οι ασκήσεις, όμως, αυτές μπορούν να ακολουθήσουν και μια άλ¬λη μορφή: το παιδί από μια σειρά εικόνων που έχει μπροστά του τρα¬βάει δύο που να έχουν σχέση μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα μία που απεικονίζει ένα μήλο και μία που απεικονίζει ένα καλάθι, και σχηματίζει απλές προτάσεις, π.χ. βάζω το μήλο στο καλάθι.
Ο θεραπευτής μπορεί, επίσης, δίνοντας απλές σειρές εικόνων να προκαλεί συζήτηση με απλές ερωτήσεις του τύπου:
. ποιος παίζει;
. με ποιον παίζει; κ.λπ.
Ο λόγος του παιδιού μπορεί ταυτόχρονα να συνοδεύεται από ρυθ¬μικές κινήσεις: παλαμάκια, χτυπήματα ή ρυθμικές κινήσεις των πο¬διών. Αυτή η περιγραφή των εικόνων από το παιδί βοηθά στην ελεύθερη διήγηση, στον τελικό δηλαδή στόχο της θεραπείας, και πρέπει να προ¬σφέρονται πολλές ευκαιρίες στο παιδί για ελεύθερη διήγηση.
Συχνά τα άτομα με ταχυλαλία παρουσιάζουν ελαφριάς μoρφής δυσ¬γραμματισμό και τραυλισμό.
Δεν πρέπει, επίσης, ν’ αγνοούνται και άλλες πιθανές διαταραχές που να συνοδεύουν την ταχυλαλία, όπως καλή ορθογραφία, δυσκο¬λίες έκφρασης στις εκθέσεις κ.ά (Δράκος, 1998).

Σιγματισμός

Με τον όρο σιγματισμός ή ψελλισμός χαρακτηρίζεται ο ελλιπής σχηματισμός του «σ». Μερικοί επιστήμονες αναφέρονται όχι μόνο στο «σ» αλλά και στα συριστικά. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως με τη φωνητική προσέγγιση επιτυγχάνεται ο σωστός σχηματισμός του «σ». Πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις για την προ¬φορά του «σ», που θα αναφέρουμε στη θεραπευτική προσέγγιση.
Ως αιτίες εμφανίζoνται ακουστικές βλάβες στις υψηλές συχνότητες και γι’ αυτό πρέπει να εξετάζεται η ακουστική ικανότητα του ατόμου.
Οι Taummer, Vanriper και Irwin διαπίστωσαν σε δυσλαλικούς με σιγματισμό κυρίως μέτριες ακουστικές βλάβες περισσότερες από τους κανονικά ομιλούντες. Ο Krichler σε 43,4% μαθητών με δυσλαλία εντόπισε ακουστικές βλάβες που δεν είχαν εντοπισθεί. Στις αιτίες του σιγ¬ματισμού επίσης ανήκουν ανωμαλίες της σιαγόνας και της οδοντο¬στοιχίας.
Οι συχνότεροι σιγματισμοί που συναντάμε είναι: Δια μέσου των οδόντων π.χ. αντί Σπύρος – «Θπύροθ».
Σιγματισμός: Η κoρυφή της γλώσσας βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια. Αυτό δημιουργεί μείωση της συχνότητας, γιατί ο αέρας δεν εξέρχεται από τη σωστή θέ¬ση. Ο λανθασμένος σχηματισμός αναγνωρίζεται τόσο οπτικά όσο και ακουστικά. Ανάμεσα από τα δόντια σχηματίζονται και άλλοι φθόγ¬γοι, όπως «ντ», «τ», «λ», «κ». Το αποτέλεσμα του σιγματισμού είναι μια οδοντική χροιά κατά την προφορά.
Είναι ο πιο συνηθισμένος σιγματισμός. Πρέπει βέβαια να γίνει δια¬χωρισμός του από τις συνηθισμένες γλωσσικές αδεξιότητες που πα¬ρατηρούνται στα πλαίσια της παιδικής γλωσσικής εξέλιξης κατά το 2ο και 3ο έτος και οφείλονται σε μη ωρίμανση - εξέλιξη της γλωσσι¬κής δυνατότητας.
Σιγματισμός πλευρικός ή αμφίπλευρος: Ο αέρας εκ¬πνοής δεν κατευθύνεται προς τα εμπρός αλλά μονόπλευρα προς τα δε¬ξιά,- αριστερά ή και από τις δύο πλευρές. Αυτό δημιουργείται από λαν¬θασμένη θέση της γλώσσας. Προκύπτει ένας ασυνήθιστος ρουφηχτός συριστικός φθόγγος. Ανάλογα με την κατεύθυνση του αέρα παρατη¬ρείται και ένα τράβηγμα του στόματος προς τη δεξιά πλευρά.
Σιγματισμός προ των οδόντων: Κατά το «σ» αυτό η γλώσσα πιέζεται στα επάνω δόντια. Ο αέρας βγαίνει σαν ριπή. Η συχνότητά του είναι χαμηλή και ο σιγματισμός αυτός εξωτερικεύεται σαν ένας τρόπος ομιλίας πολύ κοπιαστικός (Δράκος, 1998).

Επιμέλεια: Αγνή Βίκη και Ευστράτιος Παπάνης

Πέμπτη, 16 Ιουνίου 2016 12:11

Διγλωσσία και ευφυία

Η επίδραση της διγλωσσίας στην ευφυΐα του ατόμου απασχολεί τους ερευνητές από τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Η πιθανότητα της αρνητικής επίδρασης της διγλωσσίας στις διανοητικές ικανότητες του ατόμου εκφράζεται με δύο τρόπους.

Αρχικά, υπάρχει η πεποίθηση ότι η μάθηση και η χρήση μιας δεύτερης γλώσσας από ένα άτομο και η επιδεξιότητα του στην πρώτη γλώσσα, είναι δύο μεταβλητές μεταξύ των οποίων υπάρχει «αρνητική συνάφεια». Συγκεκριμένα, η αύξηση στη μάθηση της δεύτερης γλώσσας, συνεπάγεται μείωση στην επιδεξιότητα της πρώτης γλώσσας.


Επιπλέον, συχνά εκφράζεται η αγωνία σχετικά για το αν η ικανότητα ενός ατόμου να μιλάει δύο γλώσσες έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα της σκέψης του. Ο Baker (2001) τονίζει ότι η διαίσθηση υπαγορεύει συνήθως ότι η ύπαρξη δύο γλωσσών μέσα στην περιοχή της σκέψης θα σημαίνει λιγότερο χώρο για την αποθήκευση άλλων τομέων της γνώσης. Σε σύγκριση με τον δίγλωσσο, ο μονόγλωσσος φέρεται να έχει μία γλώσσα και επομένως μεγαλύτερο χώρο αποθήκευσης άλλων πληροφοριών.


Ο Sugai (1989) υποστηρίζει ότι οι δίγλωσσοι μαθητές εμφανίζουν δυσκολίες στην προφορική έκφραση μέσα στην τάξη, έχουν μειωμένη επίδοση και μειωμένη συμμετοχή κατά τη μαθησιακή διαδικασία.
Η Σκούρτου στο άρθρο της «Δίγλωσσοι μαθητές στο Ελληνικό Σχολείο» (2002) παρουσιάζει εκτενώς δύο αντικρουόμενες αντιλήψεις ως προς τη σχέση που υπάρχει μεταξύ της διγλωσσίας και της ευφυΐας. Η αντίληψη ότι οι γλώσσες που συγκροτούν το γλωσσικό ρεπερτόριο του δίγλωσσου μαθητή αντιπροσωπεύουν μια γνωστική/διγλωσσική σχέση αναπτύχθηκε στον αντίποδα της αντίληψης που αντιμετωπίζει τις γλώσσες του δίγλωσσου μαθητή ως άθροισμα. Πρόκειται για τη θεώρηση εκείνη που θέλει τις γλώσσες να αντιπροσωπεύουν ξεχωριστά αυτόνομα συστήματα και μεγέθη, χωρίς εννοιολογικές και γλωσσικές επικαλύψεις. Ό,τι μαθαίνεται μέσω της μιας γλώσσας δεν έχει σχέση με αυτό που μαθαίνεται μέσω της άλλης. Κατ’ επέκταση, η ανάπτυξη μιας γλώσσας περνά αποκλειστικά μέσα από κανάλια αυτής της ίδιας γλώσσας. Αυτός ο διαχωρισμός των γλωσσών που διατυπώθηκε σχηματοποιημένα με τη μεταφορά των χωριστών «μπαλονιών» που καταλαμβάνουν «χώρο» στον ανθρώπινο εγκέφαλο (Baker, 2001) στηρίζεται στην αντίληψη ότι κάθε νέα γλώσσα προστίθεται ως αυτόνομο σύνολο με συγκεκριμένο «όγκο» στο γλωσσικό ρεπερτόριο. Στην ακραία της συνέπεια, η υπόθεση της χωριστής γλωσσικής ικανότητας παραπέμπει στην νοητική επιβάρυνση όσων γίνονται δίγλωσσοι, χωρίς να έχουν το ατομικό χάρισμα ενός υψηλού δείκτη νοημοσύνης. Σύμφωνα με τη αντίληψη, μόνο ο συνδυασμός υψηλής ευφυΐας και διγλωσσίας προστατεύει το δίγλωσσο άτομο από τις επιβλαβείς συνέπειες της διγλωσσίας. Πραγματικά, αν οι γλώσσες αντιπροσωπεύουν αυτόνομα σύνολα, τότε είναι πιθανόν ο «όγκος» των γλωσσών να επιβαρύνει το δίγλωσσο άτομο και να πρέπει να τεθούν όρια στην επέκταση της διγλωσσίας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.


Αντίθετα με αυτήν την υπόθεση αναπτύχθηκε η άποψη ότι οι γλώσσες αναπτύσσονται σε αλληλεξάρτηση η μια από την άλλη, και όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία, τα νοήματα μεταφέρονται από τη μια γλώσσα στην άλλη, διευρύνοντας κατά συνέπεια την αντιληπτική ικανότητα του δίγλωσσου και την ευφυΐα του.
Ο Baker (2001, αναφορά στη Δέδε, 2005) διατυπώνοντας κάποια βασικά ερωτήματα σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της διγλωσσίας στην αποδοτικότητα του ατόμου διέκρινε τρεις περιόδους:
1) την περίοδο των επιβλαβών συνεπειών της διγλωσσίας στην ευφυΐα του ατόμου, 2) την περίοδο των ουδέτερων συνεπειών και τέλος 3) την περίοδο των θετικών συνεπειών.
1) Η περίοδος των επιβλαβών συνεπειών.
Από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα ως τη δεκαετία του 1960 περίπου, στους κύκλους των ακαδημαϊκών επικρατεί η άποψη ότι η διγλωσσία βλάπτει τη σκέψη. Ο Laurie (1890) υποστήριξε ότι η διανοητική ανάπτυξη του δίγλωσσου δεν θα διπλασιαστεί, αν κάποιος είναι δίγλωσσος, αντίθετα, η νοητική και ψυχική του ανάπτυξη θα περιοριστούν κατά το ήμισυ. Η άποψη αυτή του Laurie συμβαδίζει με τις απόψεις των ερευνητών στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες την ίδια εποχή (Baker, 2001).


Οι πρώτες έρευνες σχετικά με τη διγλωσσία και τη γνωστική λειτουργία (D.J. Saer 1923, Saer, Smith & Hughes 1924, Darcy 1953, Nanez, Padilla & Maez 1992, αναφορά στον Baker, 2001) επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η διγλωσσία βλάπτει τη σκέψη. Σύμφωνα με τα ευρήματα των ερευνών αυτών, οι μονόγλωσσοι είχαν καλύτερη επίδοση στα διανοητικά τεστ απ’ ό,τι οι δίγλωσσοι. Όπως επισημαίνει ο Baker (2001) ενδεχομένως να υπάρχουν περιπτώσεις όπου το επίπεδο απόδοσης των δίγλωσσων είναι χαμηλότερο από εκείνο των μονόγλωσσων, ωστόσο οι πρώτες αυτές έρευνες που υποδείκνυαν επιβλαβείς συνέπειες της διγλωσσίας στη σκέψη, παρουσιάζουν ποικίλες μεθοδολογικές αδυναμίες όπως: το έντονο πρόβλημα ορισμού και μέτρησης της ευφυΐας, η γλώσσα των τεστ που χρησιμοποιήθηκαν ήταν στην πιο «αδύναμη» γλώσσα των δίγλωσσων, η έλλειψη στατιστικών ελέγχων, η γενίκευση των αποτελεσμάτων παρά την έλλειψη επαρκούς δειγματοληψίας, η έλλειψη ισοδύναμων ομάδων σε ότι αφορά μεταβλητές όπως η κοινωνικο-πολιτιστική τάξη, το φύλο, η ηλικία, το είδος του σχολείου στο οποίο φοιτούν και το αστικό ή αγροτικό, αθροιστικό ή αφαιρετικό γλωσσικό περιβάλλον των ατόμων που έλαβαν μέρος στην έρευνα.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα των επιβλαβών συνεπειών διήρκησε από τη δεκαετία του 1920 ως τη δεκαετία του 1960. Το επικρατέστερο αποτέλεσμα ήταν ότι οι δίγλωσσοι ήταν κατώτεροι από τους μονόγλωσσους σε ό,τι αφορά κυρίως τον προφορικό δείκτη νοημοσύνης (ΔΝ). Ωστόσο, οι πρώτες έρευνες για τη διγλωσσία και τον ΔΝ έχουν πολλά τρωτά σημεία και μεθοδολογικές ελλείψεις, γεγονός που δεν επιτρέπει την αποδοχή των συμπερασμάτων τους, σχετικά με επιβλαβείς συνέπειες.


2) Η περίοδος των ουδέτερων συνεπειών.


Ο αριθμός των ερευνών που δεν αναφέρουν καμία διαφορά μεταξύ του ΔΝ των δίγλωσσων και των μονόγλωσσων αρχικά τουλάχιστον ήταν ελάχιστος, ωστόσο η περίοδος αυτή είναι σημαντική καθώς βοήθησε στον εντοπισμό των μεθοδολογικών ελλείψεων των πρώτων ερευνών κατά την περίοδο των επιβλαβών συνεπειών και στην αμφισβήτηση των ευρημάτων τους (Baker, 2001). Η έρευνα των Pintner και Arsenian (1937, στην Εγγονίδου, 2004) στις Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξε σε μια μηδενική αντιστοιχία ανάμεσα στο λεκτικό και μη λεκτικό ΔΝ μεταξύ δίγλωσσων και μονόγλωσσων σε Γερμανοεβραϊκά-Αγγλικά. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Jones (1959) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μονόγλωσσοι και οι δίγλωσσοι δε διαφέρουν σημαντικά ως προς το μη λεκτικό ΔΝ, αρκεί να λαμβάνεται υπόψη το επάγγελμα των γονέων και η κοινωνικο-οικονομική τάξη, και τόνισε ότι η διγλωσσία δεν είναι απαραίτητα αιτία διανοητικής μειονεξίας.


3) Η περίοδος των θετικών συνεπειών.
Πολύ σημαντική για τη μελέτη της διγλωσσίας και της γνωστικής λειτουργίας ήταν η έρευνα των Peal και Lambert (1962) στον Καναδά. Το αρχικό δείγμα των ερευνητών ήταν 364 γαλλόφωνα και αγγλόφωνα παιδιά ηλικίας 10 ετών. Στη συνέχεια το δείγμα περιορίστηκε σε 110 παιδιά αμφιδύναμα δίγλωσσα και εξισωμένα ως προς την κοινωνικο-οικονομική τάξη, τα οποία εξέτασαν σε γλωσσικά και μη γλωσσικά τεστ ευφυΐας, με σκοπό τη μελέτη της επίδρασης της διγλωσσίας στην διανοητική λειτουργία των παιδιών και τη σχέση μεταξύ διγλωσσίας, σχολικής επίδοσης και στάσης των παιδιών απέναντι στην κοινωνική ομάδα των ατόμων που μιλούν τη δεύτερη γλώσσα. Οι Peal και Lambert (1962) συμπέραναν ότι η διγλωσσία παρέχει μεγαλύτερη διανοητική ευελιξία, ικανότητα για περισσότερο αφαιρετική σκέψη, υπεροχή στη διαμόρφωση της αντίληψης, ανάπτυξη του ΔΝ και θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο γλωσσών του δίγλωσσου, η οποία διευκολύνει την ανάπτυξη του λεκτικού ΔΝ. Η προαναφερθείσα μελέτη αν και κατέχει κεντρική θέση στις έρευνες για τη διγλωσσία και τη γνωστική λειτουργία, παρουσιάζει ορισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες όπως η αδυναμία γενίκευσης των αποτελεσμάτων βάσει του δείγματος που εξετάστηκε, η απουσία σαφή προσδιορισμού της αιτιακής σχέσης διγλωσσίας και νόησης, η ανεπάρκεια της εξίσωσης της κοινωνικο-οικονομικής τάξης των παιδιών που εξετάστηκαν (Baker, 2001). Η αξιοσημείωτη μελέτη των Peal και Lambert (1962), προσέγγισε τα αποτελέσματα των ερευνών του Σοβιετικού ψυχολόγου Vygotsky (1962), αναφορικά με το προβάδισμα των δίγλωσσων στη διαμόρφωση εννοιών, τη δημιουργικότητα, τη μεταγλωσσική συνείδηση και την επίλυση προβλημάτων (Εγγονίδου, 2004)


Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι το κύριο πρόβλημα ανάμεσα στην ευφυΐα και τη διγλωσσία έγκειται στη μέτρηση της αμελητέας καθημερινής «ευφυΐας», και στην έλλειψη «αντιπροσωπευτικού δείγματος». Τα τεστ νοημοσύνης μετρούν ένα αμελητέο δείγμα ευφυΐας. αυτό που εμπεριέχεται στη συγκεκριμένη κόλλα του τεστ. Ο Baker (2001) τονίζει την αδυναμία των ερευνών να εξετάσουν τη σχέση ανάμεσα στη διπλή γλωσσική ιδιοκτησία του ατόμου και σε όλα τα συστατικά που μπορεί να περιλαμβάνει ο ευρύς όρος «ευφυΐα». Παρά το ότι συχνά υπάρχει διάχυτη η αντίληψη ότι η σχέση μεταξύ διγλωσσίας και ευφυΐας είναι αρνητική, πρόσφατες έρευνες θεωρούν ότι κάτι τέτοιο αποτελεί παρανόηση και οι μελετητές υποστηρίζουν ότι μπορούμε να αναμένουμε μια πιο θετική σχέση διγλωσσίας και γνωστικής λειτουργίας, ειδικά στην περίπτωση των αμφιδύναμα δίγλωσσων (Baker, 2001). Η Romaine (1989), υποστηρίζει ότι το ερώτημα αναφορικά με το αν υπάρχουν γνωστικά οφέλη στα δίγλωσσα άτομα, παραμένει αναπάντητο, καθώς φαίνεται ότι η σχέση που διέπει διγλωσσία και ευφυΐα επηρεάζεται από κοινωνικούς παράγοντες.

Δρ Αλέξανδρος Παπάνης, ΕΕΔΙΠ Πολυτεχνείου Θράκης

Η ποιότητα της ζωής ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες εξαρτάται κυρίως από την αγάπη και τη στήριξη των γονιών του.

Η ίδια η οικογένεια είναι η σημαντικότερη πηγή προσφοράς που μπορεί να έχει ένα παιδί. Αν και οι συνθήκες ζωής των οικογενειών που έχουν παιδιά με ειδικές ανάγκες είναι συχνά εξαιρετικά δύσκολες, οι περισσότερες από αυτές όχι μόνο κατορθώνουν να αντεπεξέλθουν, αλλά και να αντεπεξέλθουν αποτελεσματικά.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω για πολλούς γονείς η πρώτη περίοδος της ζωής με ένα παιδί που αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα συνοδεύεται από έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως απογοήτευση, θυμό, ενοχές, κούραση, εξάντληση και πικρία. Αυτά τα συναισθήματα, για κάποιους γονείς, επανέρχονται σε κρίσιμες φάσεις σε ολόκληρη τη ζωή τους. Παρακάτω αναφέρονται «λόγια» των γονέων, των αδελφών και των ατόμων με ειδικές ανάγκες που προέρχονται από διάφορες συνεντεύξεις.
«Όταν γεννήθηκε ο γιος μου τα πάντα γκρεμίστηκαν μέσα μου» (πατέρας).
«Στενοχωρήθηκα αφάνταστα, συνέχιζε η ζωή να με χτυπά, θεωρούσα τον εαυτό μου αιτία του προβλήματος και αυτό μου είχε στοιχίσει φοβερά ψυχολογικά» (μητέρα).
«Πριν δεν είχα άγχος, πήγαινα εκδρομές, με τη γέννηση της Μαρίας ήταν κάτι σαν θάνατος» (μητέρα).
«Πέρασε πολύς καιρός για να βρω το κουράγιο να βάψω τα μαλλιά μου ή για να πάω με τον άντρα μου σε μια ταβέρνα» (μητέρα).
«Πολλές φορές νιώθω θυμό - γιατί να συμβεί σε μένα και μετά τύψεις. Με ησυχάζει όμως το γεγονός ότι κάνω ό,τι μπορώ για το παιδί μου» (μητέρα).
«Με ενοχλεί πολύ όταν μου λένε «υπάρχουν και χειρότερα», είναι το χειρότερό μου να μου το πούνε. Υπάρχουν και καλύτερα» (μητέρα).

Το συναίσθημα της «χρόνιας λύπης» συνοδεύει τους περισσότερους γονείς:
«Είναι ένας πόνος που κανείς δεν μπορεί να μου πάρει και ούτε φαίνεται η πραγματική του διάσταση» (μητέρα).
Η προσαρμογή στην ιδιαίτερη κατάσταση του παιδιού συνεπάγεται συχνά τη συνειδητοποίηση και των θετικών δυνατοτήτων:
«Το παιδί μου με έχει κάνει καλύτερη και με έμαθε να εκτιμώ τη ζωή» (μητέρα).

Απαιτήσεις και πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες παιδιών με ειδικές ανάγκες

Οι υπερβολικές απαιτήσεις για την καθημερινή φροντίδα του παιδιού με ειδικές ανάγκες, οι αποκλίσεις στη συμπεριφορά του και η ανάγκη συνεχούς ιατρικής παρακολούθησης - συνθήκες που εκτιμώνται ως ιδιαίτερα αγχογόνες από τους γονείς είναι για αρκετούς καθημερινές συνθήκες με τις οποίες μαθαίνουν να ζουν για ορισμένα χρονικά διαστήματα, για άλλους γονείς όμως αποτελούν συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζουν καθημερινά σε ολόκληρη τη ζωή τους:
«Ταλαιπωρήθηκε όλη η οικογένεια όταν το παιδί κοιμόταν μόνο τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο. Ξαγρυπνούσα, ήμουν εκνευρισμένη, είχα πάθει υπερκόπωση... και τότε μόνο ένιωσα θυμό για το παιδί και τσακώθηκα και με τον άντρα μου» (μητέρα).
«Επί τρία χρόνια είχα μόνιμα έτοιμη μία βαλίτσα, γιατί είμαστε συνέχεια μέσα έξω στα νοσοκομεία» (μητέρα).
«Το παιδί μου κάνει σπασμούς και πολλές νύχτες ξυπνάω συνέχεια» (μητέρα).

Οι δυσκολίες ανεύρεσης ενός εκπαιδευτικού πλαισίου για το παιδί ή νέο με ειδικές ανάγκες είναι ένα επιπλέον πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουν κάποιες οικογένειες στην Ελλάδα και το οποίο έχει άμεσες επιπτώσεις στη δυνατότητα εργασίας της μητέρας.
«Γύριζα στο δρόμο και έκλαιγα. Δεν υπάρχει πουθενά να πάει το παιδί μου; Στο ένα (σχολείο) δεν το παίρνανε γιατί περπάταγε, στο άλλο γιατί δεν πήγαινε τουαλέτα, στο άλλο γιατί δεν μίλαγε» (μητέρα).
«Αν δεν ανοίξουν τα εργαστήρια, δεν θα μπορέσω να εργαστώ. Είναι αδύνατον να τα αφήσω μόνα στο σπίτι, γιατί ο Μιχάλης πειράζει τα κουμπιά της κουζίνας και τις βρύσες. Μια φορά που έλειψα άνοιξε τις βρύσες και πλημμύρισε το σπίτι. Η γιαγιά τους δεν μπορεί να τα ελέγχει και ο Μιχάλης μπορεί μόνος του να φάει όλο το φαγητό από την κατσαρόλα» (μητέρα).
Οι οικογένειες παιδιών με ειδικές ανάγκες αντιμετωπίζουν αλλαγές και υφίστανται περιορισμούς στον τρόπο ζωής τους, όπως είναι, για παράδειγμα, η στέρηση εργασίας της μητέρας, οι δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις και ο περιορισμός της κοινωνικής ζωής. Μια δεξιότητα αντιμετώπισης, εξαιρετικής σημασίας για την προσαρμογή της οικογένειας, είναι ο χειρισμός δυάρεστων κοινωνικών καταστάσεων (τα βλέμματα, τα σχόλια, οι ερωτήσεις κ.ο.κ.), όταν η οικογένεια βγαίνει έξω.
«Όταν βγαίνουμε έξω, μας πιέζουν πολύ τα βλέμματα των άλλων. Παρ’ όλα αυτά χρειάζεται να διεκδικούμε το χώρο που ο καθένας μας δικαιούται σ’ αυτή τη ζωή» (άτομο με ειδικές ανάγκες).
«Με στενοχωρεί που το χωριό κοροϊδεύει την κόρη μου» (πατέρας).
«Δεν θέλουμε να ενοχλούμε, νιώθουμε μια ντροπή» (πατέρας).
«Είχαμε πάει σε μια εκδήλωση του συλλόγου (η μητέρα και το παιδί με ειδικές ανάγκες) και ο Χρήστος ήταν σε τρομερή ένταση και συνέχεια ούρλιαζε. Τέλος πάντων έκανα τα στραβά μάτια, τελείωσε, βγήκαμε και έπρεπε να πάρω ταξί για να έρθω. Γιατί τα ταξί ήταν πάρα πολύ γεμάτα και δεν σταματούσαν, έγινε πάρα πολύ νευρικός, και ξαφνικά τον έπιασε αυτό το πράγμα: να φωνάζει, να κλαίει, να χτυπιέται. Και ήρθαν δυο άνθρωποι, που τα παιδιά τους έχουν πρόβλημα, από το σύλλογο, και τρεις άνθρωποι να μην μπορούμε να τον κάνουμε καλά: να χτυπιέται κάτω, να κλοτσάει, να γίνεται χαμός. Τον παίρνουμε και τον πάμε σε ένα γκαράζ του κάνω μια στεντόν (ένεση), μετά από λίγο έκανε κρίση (επιληπτική). Το τελευταίο τρίμηνο είναι πολύ συχνές αυτές οι συμπεριφορές σε σημείο που έχουμε απομονωθεί τελείως» (μητέρα).
Παρότι οι απαιτήσεις και οι πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι γονείς και τα αδέλφια των παιδιών με ειδικές ανάγκες διαφέρουν από εκείνες των γονέων και αδελφών των παιδιών χωρίς ειδικές ανάγκες, οι δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα σε γονείς και παιδιά και μεταξύ αδελφών δε διαφέρουν.

«Όταν η κόρη μου γεννήθηκε, ο κόσμος γκρεμίστηκε μέσα μου. Σήμερα μία λέξη της με κάνει να πετάω από τη χαρά μου» (μητέρα).
«Θέλουμε δεν θέλουμε, πρέπει να προσαρμοστούμε. Αυτό το παιδί σ’ έχει ανάγκη και του χεις δοθεί - αυτή η προσφορά είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση» (μητέρα),
«Μου είναι δύσκολο που δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον αδελφό μου όπως με τους φίλους μου, είναι όμως και μια συντροφιά για μένα όταν είμαι μόνος στο σπίτι» (αδελφός).
«Συχνά τσακωνόμαστε, αλλά κάνουμε και καλή παρέα. Με βοηθάει σε όλες τις αγροτικές δουλειές. Λυπάμαι γιατί οι χωριανοί δεν βοηθάνε. Παρόλο που δεν ξέρει να διαβάζει, ψάλλει στην εκκλησία» (πατέρας).
Οι γονείς, αλλά συχνά και τα αδέλφια, έχουν μεγάλη αγωνία για το μέλλον:
«Όταν εμείς πια φύγουμε θα είναι όλα αρνητικά, εκτός και αν μέχρι τότε η πολιτεία θα έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο σε παροχές κοινωνικές, που ο Δημήτρης να είναι σε ένα περιβάλλον κατάλληλο: Οι άνθρωποι να πληρώνονται, να ξέρουν ότι πρέπει να του κάνουν το μπάνιο του, να του δώσουν το φαγητό του, να ασχοληθούν μαζί του. Νομίζω θα μπορούσε να ζήσει τουλάχιστον χαρούμενος» (μητέρα).
«Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς το Γιάννη. Μακάρι να πεθάνει λίγο πριν από μένα. Με βασανίζει η αγωνία του τι θα γίνει όταν δεν θα ζω» (μητέρα).
«Αυτός που θα παντρευτώ πρέπει να αγαπήσει και την αδελφή μου και να ξέρει ότι θα την έχω μαζί μου όλη μου τη ζωή» (αδελφή).

Προσαρμογή της οικογένειας

«Προσαρμογή σημαίνει αναπροσαρμογή στα όνειρά μας και στον τρόπο ζωής μας» (μητέρα).
Η οικογένεια που έχει παιδί με ειδικές ανάγκες καλείται να αντιμετωπίσει ένα μη αναμενόμενο γεγονός ζωής που είναι η μειονεξία. Χρειάζεται επίσης να βρει τρόπους προκειμένου να αντιμετωπίσει το χρόνιο στρες που συνεπάγεται η ύπαρξη μειονεξίας στην οικογένεια. Οι περισσότερες οικογένειες που έχουν παιδιά με ειδικές ανάγκες προσαρμόζονται, επιβιώνουν, ενώ πολλές φορές ερμηνεύουν και θετικά την κατάστασή τους.
«Γίναμε καλύτεροι άνθρωποι» (πατέρας). «Έμαθα να αγωνίζομαι» (μητέρα). «Έμαθα να κλαίω και να γελάω» (μητέρα).
«Με βοήθησε ότι αποδέχτηκα νωρίς το πρόβλημα, ότι το αντιμετώπισα εγκαίρως, σαν κάτι που δεν αλλάζει. Η πληγή δεν παύει να πονάει, τώρα όμως δεν αιμορραγεί, συνηθίζεις να ζεις μ’ αυτό και προχωράς» (μητέρα).
«Όλος αυτός ο αγώνας, εμπειρίες που σε ωριμάζουν... βλέπεις από διαφορετική σκοπιά τη ζωή» (μητέρα). «Ανακάλυψα πως είχα αντοχή και δύναμη που δεν τη φανταζόμουν» (μητέρα).
«Άρχισα να παίρνω κουράγιο όταν άρχισα να συναναστρέφομαι με άλλους γονείς» (μητέρα).
«Είμαστε αναγκασμένοι να καταναλώνουμε δεκαπλάσια ενέργεια απ’ ό,τι οι άλλοι γονείς. Όμως ό,τι και να γίνει, πάντα θα χρειαζόμαστε στήριξη και, εκτός από την οικογένειά μας, μπορούμε να τη βρούμε και τη βρίσκουμε μεταξύ μας» (πατέρας) (Αντζακλή, χ.χ.).

Παπάνης Ε, Α. Βίκη, Γιαβρίμης Π.

Η ένταξη των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία

Η εκπαίδευση του μειονεκτικού παιδιού αντιμετωπίζεται συστηματικά από τις αρχές του 18ου αιώνα. Τα μέσα και ο σκοπός της εκπαίδευσής του για κάθε εποχή και κάθε κοινωνία καθορίζονται από τις αντιλήψεις που επικρατούν και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κοινωνία το πρόβλημα του μειονεκτικού ατόμου στη γενική του μορφή. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η διαφορετική αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού που παρατηρούμε στην ιστορική του εξέλιξη.
Μέχρι της αρχές του αιώνα μας βασικός σκοπός στις προσπάθειες που γίνονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η προστασία του μειονεκτικού ατόμου από την κοινωνία. Γι’ αυτό αποκόπτεται από αυτή και απομακρύνεται σε ιδρύματα, ασυλικής, κυρίως μορφής, με παράλληλη εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν με σκοπό να μελετηθούν οι δυνατότητες της ειδικής αγωγής για την επαγγελματική αποκατάσταση του μειονεκτικού ατόμου είναι ενθαρρυντικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, εκτός από τη γενική αλλαγή στη θέση του προβλήματος, που από ανθρωπιστικό γίνεται εκπαιδευτικό - κοινωνικό, να αλλάξει και ο σκοπός της εκπαίδευσης. Το ειδικό σχολείο εγκαταλείπει όλο και περισσότερο τον αρχικό του σκοπό και προσανατολίζεται στην προετοιμασία του μειονεκτικού ατόμου για τη ζωή. Ότι η εκπαίδευση παίζει σπουδαίο ρόλο για την επιτυχία του σκοπού δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.

Η παραδοχή του ρόλου της εκπαίδευσης ώθησε τους ειδικούς να μελετήσουν το πρόβλημα περισσότερο από την εκπαιδευτική του πλευρά, με αποτέλεσμα την βελτίωση των προγραμμάτων, των μεθόδων και των μέσων εκπαίδευσης. Παράλληλα άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι η απομάκρυνση των μειονεκτικών παιδιών από την κοινωνία δεν εξυπηρετεί την ένταξή τους αργότερα σ’ αυτήν. Αντίθετα την κάνει περισσότερο προβληματική.

Η ανησυχία αυτή οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων ειδικών τάξεων στα κανονικά σχολεία κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Δεν υπήρχε όμως επαρκής πρόβλεψη ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους. Δεν διέθεταν ειδικούς δασκάλους, προσαρμοσμένα προγράμματα κ.λπ., και τα αποτελέσματα ήταν φτωχά. Η δραστηριότητά τους περιοριζόταν στη διδασκαλία της ανάγνωσης και της αριθμητικής.

Ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος βοήθησε στην αλλαγή των κατευθύνσεων και στη διαμόρφωση των σύγχρονων αντιλήψεων για την εκπαίδευση των μειονεκτικών ατόμων είναι η σπουδή και διερεύνηση των ατομικών διαφορών και η αξιοποίηση των πορισμάτων που προέκυψαν στην εκπαιδευτική πράξη. Στην Αγγλία π.χ. κατά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1941, το Υπουργείο Παιδείας ανέθεσε στις τοπικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες την υποχρέωση να φροντίζουν για την εκπαίδευση όλων των παιδιών ανάλογα με την ηλικία τους και τις ικανότητές τους. Δόθηκε έτσι μια νέα διάσταση στον τρόπο που αντιμε¬τωπίζονται οι μαθητές των κανονικών σχολείων. Επισημάνθηκε η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι εκπαιδευτικές και άλλες ανάγκες των παιδιών. Το άνοιγμα αυτό των κανονικών σχολείων προς την κατεύθυνση του ειδικού εκμεταλλεύτηκαν σωστά απασχολούμενοι με την εκπαίδευση του μειονεκτικού παιδιού.
Έτσι εξηγείται η αλματώδης αύξηση των ειδικών τάξεων τα τελευταία χρόνια στις χώρες με ανεπτυγμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, ιδιαίτερα στην Αγγλία και στις Η.Π.Α. Ο αριθμός των μαθητών που φοιτούσαν στις ειδικές τάξεις στην Αγγλία και την Ουαλία από 14.614 το 1973 έφτασαν στους 18.381 το 1975. Ανάλογη αύξηση παρατηρήθηκε και στις Η.Π.Α.
Εδώ και λίγα χρόνια επιχειρείται ένα ακόμη σοβαρό βήμα στο χώρο της ειδικής αγωγής, που αποβλέπει στην ένταξη των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία. Στις Σκανδιναβικές χώρες, που διακρίνονται για τις ριζοσπαστικές αλλαγές στις κοινωνικές και εκπαιδευτικές τους δομές, και ιδιαίτερα στη Σουηδία, έχουν ήδη υιοθετήσει πολιτική που προβλέπει την ένταξη όλων των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία. Στην Αγγλία βρίσκονται στο στάδιο του πειραματισμού, με ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την έκταση που είναι δυνατό να πάρει η ένταξη των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία. Οι Η.Π.Α. βρίσκονται στη φάση της θεωρητικής μελέτης και του προβληματισμού.
Αν και δεν υπάρχουν διαθέσιμες στατιστικές που να φωτίζουν το πρόβλημα αυτό, ωστόσο σε αρκετές χώρες υπάρχουν παραδείγματα για πετυχημένη ένταξη μεμονωμένων μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία.
Πρόσφατη έρευνα του Υπουργείου Παιδείας της Αγγλίας κατέγραψε 7.307 παιδιά με φυσικές μειονεξίες τοποθετημένα στα δημοτικά σχολεία και 3.649 στα γυμνάσια. Ανάλογες περιπτώσεις παιδιών με σοβαρές σωματικές αναπηρίες και κινητικές διαταραχές (σπαστικά) ακόμη και τυφλά και κωφά άτομα είναι γνωστές και στην Ελλάδα.
Η ένταξη των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία συζητείται σήμερα με πολύ ενδιαφέρον σ’ όλο τον κόσμο. Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για την επιτυχή ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία αργότερα. Υπάρχει όμως διαφορά απόψεων και διατυπώνονται επιφυλάξεις, οι οποίες αναφέρονται κυρίως στη μορφή και στην έκταση που είναι δυνατό να πάρει η ένταξη για να είναι αποτελεσματική (Ζώνιου - Σιδέρη, 2000).

Θεωρητική θεμελίωση

Κάθε άτομο πρέπει να είναι ικανό να ενταχθεί στην κοινωνία όσο είναι δυνατό πιο ανώδυνα και αποτελεσματικά, να έχει τη δυνατότητα να ικανοποιεί τις ατομικές του ανάγκες με αποδεκτούς κοινωνικά τρόπους και να μετέχει όσο πιο πλατιά γίνεται στις κοινωνικές και πνευματικές δραστηριότητες της κοινότητας μέσα στην οποία ζει, με άλλα λόγια να νοιώθει ότι γίνεται αποδεκτό μέλος της και να αισθάνεται ευτυχισμένο.
Ευνόητο είναι ότι για να κατορθώσει το μειονεκτικό άτομο την ενσωμάτωση του αυτή έχει ανάγκη από ειδική βοήθεια και προετοιμασία που πρέπει να αρχίζει όσο είναι δυνατό νωρίτερα, από τη μικρή παιδική ηλικία.
Ο καλύτερος τρόπος για την προετοιμασία αυτή είναι η όσο το δυνατό συχνότερη επικοινωνία του μειονεκτικού με τα άλλα παιδιά. Η αρχή ότι αν θέλουμε να ενταχθεί το μειονεκτικό άτομο στην κοινωνία των κανονικών ενηλίκων δεν είναι σωστό να το ξεχωρίζουμε από τα κανονικά άτομα κατά τη διάρκεια της πιο κρίσιμης ηλικίας του δηλαδή της παιδικής, είναι γενικά αποδεκτή. Χωρίς αμφιβολία ο πιο κατάλληλος χώρος για την υλοποίηση της ανωτέρω αρχής είναι το σχολείο.
Η άποψη αυτή έχει λογική ερμηνεία. Στα πλαίσια της σχολικής ομάδας και του συγχρωτισμού των μειονεκτικών και των άλλων παιδιών, δίδεται η ευκαιρία να γνωρίσουν το ένα το άλλο, να αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν τις αδυναμίες και τις ανάγκες τους και καλλιεργείται το αίσθημα της αμοιβαίας κατανοήσεως και παραδοχής.
Ένας από τους παράγοντες που συντηρούν τις προκαταλήψεις και τις απορριπτικές στάσεις της κοινωνίας προς τα μειονεκτικά άτομα και ιδιαίτερα τα νοητικά καθυστερημένα, είναι η άγνοια του πλατιού κοινού για το τι μπορούν να επιτύχουν αυτά όταν τύχουν κατάλληλης αγωγής και εκπαίδευσης. Η υπερβολική - και γιατί όχι παράλογη - υποτίμηση των δυνατοτήτων του μειονεκτικού ατόμου εκμηδενίζει την παρουσία του στη ζωή και το καθιστά ανίκανο να ανταποκριθεί στις δικές του ανάγκες και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Η τακτική που εφαρμόζεται ακόμη, ιδίως στις χώρες με χαμηλού βαθμού κοινωνικά και εκπαιδευτικά προγράμματα, να τονίζονται δηλαδή τα ελαττώματα και οι αδυναμίες αντί να αναζητούνται οι ικανότητες, τα μέσα και οι τρόποι που θα βοηθήσουν το μειονεκτικό άτομο να αναπτυχθεί και να ενταχθεί στο κοινωνικό περιβάλλον, εμποδίζει τη σωστή λύση του προβλήματος.
Από το άλλο μέρος το μειονεκτικό παιδί μαθαίνει να παραδέχεται τα κανονικά άτομα με τις ικανότητες και την υπεροχή τους και κυρίως καλλιεργείται ομαλός τρόπος επικοινωνίας και προσαρμογής του με τα άλλα άτομα που αργότερα θα αποτελούν την κανονική κοινωνία των ενηλίκων (Χρηστάκης, 1994).
Η ένταξη, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στη «συναναστρoφή», δηλαδή στην απλή συμμετοχή διαφορετικών παιδιών στα κοινά παιχνίδια και στις άλλες παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες ενός σχολείου. Η διαδικασία της ένταξης, σύμφωνα με τις αρχές της παιδαγωγικής, αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ποιοτικά αναβαθμισμένου περιβάλλοντος, όπου θα ικανοποιούνται οι ανάγκες και θα αναπτύσσονται οι ικανότητες κάθε παιδιού στο πλαίσιο της ομάδας των συνομηλίκων του και του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Γνωρίζοντας όμως τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, θα εθελοτυφλούσαμε εάν είχαμε την πεποίθηση ότι η ποιοτική αναβάθμιση του γενικού σχολείου θα ήταν εφικτή μέσω της ενταξιακής πρακτικής, χωρίς την εξασφάλιση των παρακάτω βασικών προϋποθέσεων κατά την εφαρμογή της:
• Ολιγάριθμες ομάδες παιδιών σε κάθε τάξη.
• Ύπαρξη δεύτερου, ειδικού εκπαιδευτικού στην τάξη (ενισχυτής ή «ενταξιακός» εκπαιδευτικός) ή
ουσιαστική ενεργοποίηση του θεσμού του «περιπατικού ειδικού εκπαιδευτικού» ως συντονιστή της ενταξιακής προσπάθειας.
• Διαφοροποίηση του αναλυτικού προγράμματος.
• Διεπιστημονική συνεργασία του σχολείου με άλλες ομάδες επιστημόνων (ψυχολόγοι, κοινωνικοί
Λειτουργοί, λογοθεραπευτές κ.ά.).
• Κατάλληλη κτιριακή διαμόρφωση των σχολείων.
• Εκπαιδευτικό υλικό και ειδικά μέσα εκπαίδευσης.
• Διά βίου επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι η ένταξη ενός ανάπηρου παιδιού ενδείκνυται να αρχίσει από την πρώτη βαθμίδα εκπαίδευσης, το νηπιαγωγείο.
Επίσης η εφαρμογή ενός προγράμματος ένταξης προϋποθέτει ένα κεκτημένο δικαίωμα κάθε παιδιού: αυτό της συμμετοχής του σε ένα σχολείο της γειτονιάς του. Η παραπάνω δυνατότητα τονίζεται για ένα κυρίως λόγο: όχι μόνο επειδή επιλύει πρακτικές δυσκολίες των οικογενειών τους (φύλαξη, μεταφορά των παιδιών κ.ά.), αλλά και επειδή η εγγραφή ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες στο σχολείο της γειτονιάς του αποτελεί το πρώτο βήμα για την όσο το δυνατόν ευρύτερη κοινωνική αποδοχή του ίδιου και της οικογένειάς του σε οποιοδήποτε χώρο (Ζώνιου - Σιδέρη, 2000).

Μορφές ένταξης

Η τοποθέτηση των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία είναι δυνατό να γίνει με διάφορους τρόπους που ποικίλουν από τη μερική μέχρι την πλήρη ένταξη. Κάθε περίπτωση εξετάζεται στη συνέχεια χωριστά.
1. Τοποθέτηση σε κανονική τάξη. Το παιδί εντάσσεται, στην τάξη του κανονικού σχολείου και μετέχει σε όλες ή στις περισσότερες δραστηριότητες των άλλων παιδιών. Ανάλογα με την περίπτωση είναι δυνατό να δέχεται βοήθεια με την λήψη και εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων, για την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που παρουσιάζει. Δε χωρεί αμφιβολία ότι η τοποθέτηση αυτή είναι μια ιδεώδης μορφή ένταξης. Δεν είναι όμως η μοναδική.

2. Τοποθέτηση σε ειδική τάξη. Η ειδική τάξη είναι προσαρτημένη στο κανονικό σχολείο και έχει σκοπό να εξυπηρετήσει παιδιά, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο κανονικό σχολείο, αλλά απαιτούνται ειδικές διευθετήσεις και ειδική εκπαιδευτική βοήθεια. Η βοήθεια αυτή, ανάλογα με τις περιπτώσεις, είναι δυνατό να αναφέρεται σε ολόκληρο το πρόγραμμα ή σε ορισμένα μαθήματα.
Ο δάσκαλος της ειδικής τάξεως είναι ειδικός και διαθέτει ε¬παρκή γνώση των δυνατοτήτων και των αναγκών των μειονεκτικών παιδιών, καθώς και των μεθόδων και των μέσων της εκπαίδευσης τους.
Ανάλογα με τις εκπαιδευτικές και τις άλλες ανάγκες των παιδιών, την έκταση και το είδος των διευθετήσεων που γίνονται, η ειδική τάξη διακρίνεται σε δύο τύπους.
α) Ειδική τάξη με πλήρη φοίτηση. Στην τάξη αυτή εντάσσονται παιδιά, των οποίων το είδος και ο βαθμός μειονεξίας επιβάλλει σοβαρές ειδικές διευθετήσεις, και δεν είναι δυνατό να ενταχθούν στην κανονική τάξη. Τέτοια παιδιά είναι δυνατό να είναι νοητικά καθυστερημένα με Δ.Ν. από 50 - 55 μέχρι 65 - 70 περίπου, παιδιά με συναισθηματικές διαταραχές, παιδιά με σχολική ανωριμότητα κ.λ.π.
β) Ειδική τάξη με μερική φοίτηση. Στην περίπτωση αυτή τα παιδιά ανήκουν οργανικά σε μια κανονική τάξη. Στην ειδική τάξη εντάσσονται παιδιά που το είδος και ο βαθμός της μειονεξίας δεν απαιτούν σοβαρές διευθετήσεις. Ανάλογα με την περίπτωση άλλα μαθήματα παρακολουθούν στην κανονική τάξη και άλλα στην ειδική. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα παιδιά με ελαφρά νοητική καθυστέρηση, με προβλήματα στο λόγο, με δυσκολίες μαθήσεως κλ.π. Και στην τάξη αυτή ο δάσκαλος είναι ειδικής αγωγής.

Η ειδική τάξη έχει τύχει κοινής παραδοχής σήμερα σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα σπουδαιότερα πλεονεκτήματα που της αποδίδονται είναι ότι χωρίς να αποκόπτεται το μειονεκτικό παιδί από τα άλλα παιδιά του κανονικού σχολείου δίδει τη δυνατότητα να γίνουν οι απαραίτητες διευθετήσεις και οι αναγκαίες προσαρμογές στο πρόγραμμα μαθημάτων, στα μέσα και στις μεθόδους εκπαίδευσης, για την επιτυχή αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων προβλημάτων του. Δεν αποκλείεται να αποδειχτεί ότι είναι ο καλύτερος τρόπος ένταξης των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία, για τις περισσότερες περιπτώσεις.

3. Τμήματα ή ομάδες διδασκαλίας στα κανονικά σχολεία. Αυτά αφορούν περιπτώσεις παιδιών, τα οποία έχουν ανάγκη από ειδική βοήθεια και προπαρασκευαστική εργασία, με σκοπό την ένταξή τους σε κανονική ή ειδική τάξη του σχολείου ή παρουσιάζουν ειδικές δυσκολίες μαθήσεως σε ορισμένα μαθήματα και συνεπώς έχουν ανάγκη από πρόσθετη βοηθητική διδακτική εργασία. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν τα παιδιά, τα οποία για διάφορους λόγους (κυρίως ασθένεια), αναγκάστηκαν να διακόψουν τη φοίτησή τους στο κανονικό σχολείο για μερικές εβδομάδες ή μήνες. Σε πολλά νοσοκομεία της Αγγλίας και των Η.Π.Α. το παιδί μετά την ανάρρωσή του φοιτά για ορισμένο χρόνο σε ειδικό τμήμα ή ομάδα, όπου δέχεται ψυχολογική θεραπεία προσαρμοσμένη στην ηλικία του και την κατάσταση της υγείας του. Η περίοδος αυτή είναι ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για την επανένταξή του στο σχολείο του. Επίσης παιδιά με μικρού βαθμού προβλήματα προσαρμογής κ.λπ. Η φοίτηση στα τμήματα αυτά ποικίλει από μερικές εβδομάδες μέχρι και μήνες ανάλογα με την περίπτωση.
Παράλληλα με την ένταξη του παιδιού στο κανονικό σχολείο, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, εφαρμόζουν και άλλα μέτρα κοινωνικού κυρίως περιεχομένου, για ειδικές περιπτώσεις παιδιών, προκειμένου να επιτύχουν την ενσωμάτωσή τους στα κανονικά άτομα. Η τοποθέτηση του παιδιού σε μία οικογένεια καλά οργανωμένη, όταν το ίδιο δεν έχει οικογένεια ή είναι υποχρεωμένο να ζει σε νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον και η παρακολούθηση κανονικού σχολείου ή τοποθέτηση σε σπίτι του παιδιού και η παρακολούθηση κανονικού σχολείου, ή ένταξή του σε σχολείο με οικοτροφείο με τακτικές επισκέψεις στο σπίτι κατά μικρά χρονικά διαστήματα, είναι μερικά από τα μέτρα αυτά.

Στο ερώτημα ποια από τις ανωτέρω μορφές ένταξης των μειονεκτικών παιδιών στα κανονικά σχολεία είναι η καλύτερη δεν είναι δυνατό να δοθεί απάντηση γενικής εφαρμογής. Για κάθε παιδί κατάλληλη είναι εκείνη που ικανοποιεί με τον καλύτερο τρόπο την ατομικότητά του. Το είδος και ο βαθμός της μειονεξίας κάθε παιδιού, η προσωπικότητά του, οι στάσεις της κοινωνίας και η ποικιλία και η έκταση των προβλέψεων που απαιτούνται για ειδική βοήθεια καθορίζουν την μορφή που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για κάθε περίπτωση (Χρηστάκης, 1994).

Παπάνης Ε., Βίκη Α., Γιαβρίμης Π.

Παρασκευή, 27 Μαϊος 2016 18:59

Επικοινωνία και Σχέσεις Ζευγαριών

Η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ ανδρών και γυναικών θα μπορούσε να αποτελεί ανέκδοτο, αν δεν επηρέαζε την καθημερινότητα όλων των ανθρώπων και δεν γινόταν αιτία για παρανοήσεις, συγκρούσεις, ευτράπελα και καταθλιπτικά επεισόδια.

Αν και μυριάδες συζητήσεις έχουν γίνει για την επίλυση του ακανθώδους αυτού ζητήματος και πολύ μελάνι έχει χυθεί στις σελίδες επιστημονικών και μη εντύπων, οι διχογνωμίες και οι έριδες των ειδικών, αλλά και η εντεινόμενη ασυνενοησία μεταξύ των δύο φύλων, ειδικά στις μέρες μας, φαίνεται να μην διαφωτίζουν το ερεβώδες αίνιγμα.

Περιεχόμενα
1. Το ολοκαύτωμα της διαφυλικής επικοινωνίας.
2. Ο ρόλος του ψεύδους στις ερωτικές σχέσεις
3. Η ανατομία της ζήλειας
4. Η ψυχολογική ερμηνεία των ερωτικών τριγώνων


1. Το ολοκαύτωμα της διαφυλικής επικοινωνίας.


Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η βαβέλ της επικοινωνίας είναι σκευωρία του πεπρωμένου ή συνομωσία των γονιδίων και ότι τα στερεότυπα ή οι ατεκμηρίωτες απόψεις για πάντα θα ταλανίζουν κάθε διάδραση άνδρα και γυναίκας. Ίσως οι θεοί πραγματικά να χώρισαν τον ανδρόγυνο τόσο αμετάκλητα, που η τέλεια συνεύρεση και επανένωση να είναι ουτοπική προσδοκία ή μυστικιστική εμπειρία.
Για να πιστοποιήσουμε το ανέφικτο της ομαλής συνδιαλλαγής των δύο φύλων ας εξετάσουμε ποιες είναι οι διαφορές εκείνες, που επηρεάζουν την ποιότητα και ποσότητα της επικοινωνίας και οξύνουν τα προβλήματα διαπραγμάτευσης.
-Πολλοί ψυχολόγοι διατείνονται ότι η αυτοεκτίμηση των ανδρών βασίζεται στην επίτευξη, τροφοδοτείται από στόχους, ενώ η αυτοπραγμάτωση των γυναικών, περισσότερο ανθρωποκεντρική, διασφαλίζεται από την ισορροπία των σχέσεων, την ασφάλεια και τη βαθύτητα της κατανόησης. Με άλλα λόγια ο άνδρας επιθυμεί να θαυμάζεται για τους άθλους του, ενώ η συνοδοιπόρος στο βίο του αναλώνει χρόνο και ενέργεια, για να του εξηγήσει πώς αισθάνεται. Αγάπη που αναλύεται, τεκμηριώνεται και εκφράζεται για τις γυναίκες σε αντιπαράθεση με το σεβασμό και την τιμή, που εξάπτει το ενδιαφέρον των ´ισχυρών´.
-Το αρσενικό φύλο μετά μανίας επιδιώκει τη διατήρηση του ελέγχου, δεν ζητά εύκολα βοήθεια, χρησιμοποιεί λιγότερες λέξεις από το θηλυκό, για να περιγράψει και να εξηγήσει και δύσκολα ερμηνεύει συναισθηματικές αποχρώσεις. Χειρότερη εμπειρία του να χαθεί και να επιτρέψει στην απελπισμένη ή εξαγριωμένη συνοδηγό να ζητήσει οδηγίες από έναν άγνωστο. Τα ερεθίσματα, που αναφέρονται σε εσωτερικές καταστάσεις, τείνει να τα κατηγοριοποιεί σε ευρεία διπολικά σχήματα: οι επιλογές, όσον αφορά το θυμικό κομμάτι, είναι διττές, άσπρο, μαύρο και μετά βίας γκρι. Ο κόσμος έτσι γίνεται πολύ απλός. Κάθε τι έχει το χρόνο και τον τόπο του.
Αντίθετα, το ωραίο φύλο μπορεί από πολύ μικρή ηλικία να εσωτερικεύει σύνθετα συναισθήματα, όπως η χαρμολύπη, ο κλαυσίγελως, το ανθοχαμόγελο, να αναγνωρίζει εύστοχα τις διακυμάνσεις και τις ανάγκες των άλλων και να μπαίνει με ακρίβεια στη θέση τους. Ίσως η προσωπικότητα αυτή να είναι αναγκαία για την τεκνοποίηση και τη μέριμνα των παιδιών. Οι εντάσεις ξεκινούν, όταν απαιτεί την ίδια συναισθηματική ευστροφία από το σύντροφο. Η εγγενής αδυναμία και αμηχανία του να χαρτογραφήσει τον καταιγισμό λέξεων και να επεξεργαστεί τις ψυχολογικές εκφάνσεις αποδίδεται λανθασμένα στην εγκληματική αδιαφορία του, κακούργημα που επισείει τρομερά αντίποινα και ζοφερές ματαιώσεις για την ίδια.
-Μία γυναίκα μπορεί να βεβαιώσει πως η ομορφιά έχει θλίψη, ο έρωτας απόγνωση και η οργή ελπίδα. Δεν διστάζει να επικαλεστεί βοήθεια, να παραχωρήσει τον έλεγχο (ξέροντας πως εκείνος, που τον διαχειρίζεται τον κατέχει πέραν πάσης αμφιβολίας), να αναζητήσει στήριξη, να αποδεχτεί προστασία. Συγκατανεύει στα δώρα για να κολακέψει το ναρκισσισμό της, ενώ υποσυνείδητα σκέπτεται πως αυτό αποτελεί προσπάθεια εξαγοράς από τον αφελή θαυμαστή της. Ο ανταγωνισμός είναι εσωτερική γυναικεία υπόθεση και πολυεπίπεδη. Γίνονται όμορφες, όχι για να προσελκύσουν τους άνδρες, αλλά για να προκαλέσουν τις υπόλοιπες. Η κάθε μία μπορεί να εκφέρει μια αδιαπραγμάτευτη άποψη περί αισθητικής και να εξαπολύσει μύδρους για τις ενδυματολογικές επιλογές της άλλης. Γνωρίζει πως εκ φύσεως έχει το προνόμιο της ερωτικής επιλογής, αφήνει, όμως τους άνδρες να υπερηφανεύονται για το αντίστροφο. Οι ορμόνες επηρεάζουν εμφανώς τη διάθεσή της, ενώ αφήνουν ανεπηρέαστους τους άρρενες, οι οποίοι καλούνται να αποκρυπτογραφήσουν τα σημάδια του σώματος, έτοιμοι να υποστούν τις συνέπειες στην πιθανότατη αστοχία πρόβλεψης. Η διάθεση ούτως ή άλλως είναι κυκλοθυμική και επιρρεπής σε ανερμήνευτες μεταβολές, χωρίς προφανή εξωτερικό λόγο. Μία αρνητική σκέψη, μία πικρή ανάμνηση, μία επιπόλαια λεκτική παρασπονδία ή επιπολαιότητα του συνοδού είναι αρκετή, για να προκαλέσει την μήνιν και το συνεπακόλουθο κολασμό του ενόχου. Όμως δεν θα απαγγείλει η ίδια την ετυμηγορία: Ο ακούσιος πταίστης θα εγκαταλειφθεί στο έλεος της σιωπής και της γκρίνιας, έως ότου η μάντιδα δάφνα σταθεί αρωγός σε επιτυχή χρησμό.
- Τα όρια στις γυναίκες είναι δυσδιάκριτα. Τα πάντα συσχετίζονται με όλα και η επίλυση των προβλημάτων εδράζεται στο συναισθηματικό τμήμα του εγκεφάλου, σε αντίθεση με την πανίσχυρη πλευρίωση και εξειδίκευση των ανδρών. Διορατικές και ευφάνταστες είναι γενετικά προικισμένες με μία ζηλευτή ικανότητα: Να μπορούν να επεξεργάζονται ταυτόχρονα πολλές καταστάσεις, να ασχολούνται παράλληλα με διαφορετικά πράγματα και να το πράττουν επιτυχώς, καταλείποντας στην έκπληξη τον μη έμπειρο παρατηρητή των θηλέων. Αντίθετα, το δυνατό προβάδισμα των ανδρών στην κατάτμηση, στην σύνοψη και στον επιμερισμό, στην επαγωγική λογική και στην ορθολογική εξαγωγή συμπερασμάτων, φαίνεται να μην βοηθά στα πολυπαραγοντικά μοντέλα επικοινωνίας των γυναικών.
- Η άρτια και ελκυστική εξωτερική εμφάνιση αποτελεί το μέγιστο διεγερτικό για τους άνδρες, όσον αφορά την ερωτική διέγερση. Η τεκμηρίωση της καλλονής εγγυάται πως όλα τα υπόλοιπα θα κριθούν με επιείκεια και συγκαταβατικότητα. Η συλλογιστική του ωραίου διέπει συνολικά την κουλτούρα της σεξουαλικής φιλολογίας σε συνδυασμό με ιεροτελεστίες και αγωνίσματα μύησης, που πρέπει επιτυχώς να υπερκεραστούν, για να πιστοποίησουν την αρρενωπότητα του επιδοξου κυνηγού.
Στις γυναίκες, η καθολικότητα της εικόνας του άλλου παίζει ύψιστο ρόλο: Στην αδέκαστη ζυγαριά βαρύνει η εμφάνιση, στην πιο απίθανη λεπτομέρειά της, η μορφή ως ταύτιση με εσωτερικευμένα πρότυπα, και η αίσθηση δύναμης, με τις πολυποίκιλες διαστάσεις της- εξουσία, χρήμα, αλήτικη και ατιθάσευτη συμπεριφορά, σωματική ρώμη. Σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και τα αντίθετά γνωρίσματα μπορούν να προσελκύσουν, αρκεί να διασφαλίζουν την αποκλειστικότητα και την φενάκη της διαχρονικότητας. Θελκτικότατος, απροσμάχητος, αν και μη ρεαλιστικός εραστής, εκείνος που θα πείσει ότι διαφέρει, που θα συνδυάσει ετερόκλητες ιδιότητες, όπως ευαισθησία με πυγμή, ενόραση με στρατηγικό σχεδιασμό, ανεξαρτησία και εθελούσια παράδοση, πρωτοβουλία και συναίνεση, ασφάλεια και αναστάτωση, αλλά πρωτίστως εκείνος, που θα κάνει μία γυναίκα να αισθανθεί μοναδική και αναντικατάστατη. Μα αριστεύς στις ερωτικές προτιμήσεις, εκείνος που θα αγνοήσει, θα πληγώσει, θα καθυποτάξει και θα ακυρώσει το είναι μιας γυναίκας, αυτός που θα την υποβιβάσει σε αντικείμενο και θα αγνοήσει την αξιοπρέπειά της. Μία γυναίκα ενδίδει μία μόνο φορά σε μία τέτοια ακρότητα. Οι άνδρες διαρκώς.
- Ευάλωτα θύματα της κατάθλιψης οι γυναίκες, αντιλαμβάνονται πιο επώδυνα το πέρασμα του χρόνου, ανάλογα με την απώλεια της ομορφιάς, και δεν έχουν τόσες διεξόδους εκτόνωσης, όσες οι άρρενες. Φτάνουν με πιο επικίνδυνο τρόπο στα όρια, σκηνοθετούν, σχεδιάζουν και αποκαλύπτουν σε όποιον θέλουν την πεμπτουσία τους. Και τις πιο πολλές φορές αγνοούν πως κάθε άνδρας γεννιέται και μεγαλώνει με μία βασική αρχετυπική οδηγία: Να υπακούει σε μία γυναίκα, είτε αυτή είναι η μητέρα του είτε ο εμπνευστής των πόθων του.
2. Ο ρόλος του ψεύδους στις ερωτικές σχέσεις

Στα περισσότερα ζευγάρια επικρατεί η ψευδαίσθηση πως η εμπιστοσύνη είναι το καθοριστικότερο κριτήριο, στις στέρεες βάσεις του οποίου θα σμιλευτεί η πορεία και η βιωσιμότητα της σχέσης. Χωρίς να υποτιμάται η βαρύνουσα σημασία της, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης χτίζεται με πολύ κόπο, με αλλεπάλληλες δοκιμασίες και καταρρίπτεται εύκολα από λίγες μόνο αστοχίες, χωρίς να είναι εύκολα εφικτή η επαναφορά της. Οι δεσμοί είναι πολύ πιο σύνθετες διαδικασίες, για να στηριχθούν σε παρόμοιους υπεραπλουστευτικούς αφορισμούς και στερεότυπα.
Σχεδόν το 92% των ερωτικών συντρόφων ψεύδονται κατά συνθήκη ή κατά συρροή, αποκρύπτουν πληροφορίες και εν γένει αποφεύγουν τη συζήτηση ορισμένων ευάισθητων θεμάτων. Τα ψέματα απαιτούν περισσότερη πνευματική ενάργεια σε σύγκριση με την αλήθεια, συσχετίζονται με το επίπεδο ευφυίας, αποτελούν καλύτερο προγνωστικό δείκτη της, αποκαλύπτονται από τις συναισθηματικές ενδείξεις ευκολότερα απ' ότι με τη λογική.
Οι άνδρες καταφεύγουν σε αυτήν την τακτική συχνά, ειδικά εάν πρόκειται να κερδίσουν βραχυπρόθεσμες ενισχύσεις, ενώ οι γυναίκες πολύ πιο εύκολα αποκρύπτουν τα συναισθήματά τους, προσποιούνται και σκηνοθετούν πειστικότερα και περιπλοκότερα τις αποκλίσεις τους από την αλήθεια. Επιπλέον, πολύ περισσότερο είναι διατεθειμένες να χαρακτηρίσουν θετικά άτομα, ενώ δεν το εννοούν, να υποκριθούν αντίθετες θυμικές εκφράσεις και τα ψέματά τους αναφέρονται σε άλλα πρόσωπα, σε αντίθεση με τον εγωκεντρισμό της παραπλανητικής συμπεριφοράς στους άνδρες. Φαίνεται ότι τα αγόρια ηλικίας 6-8 ετών ψεύδονται πιο συστηματικά σε σύγκριση με τα κορίτσια, στα πλαίσια της διεκδίκησης. Οι πταίσαντες ερωτικοί σύντροφοι σπάνια αισθάνονται ενοχές για τα ψέματα που είπαν, επειδή γνωρίζουν τα κίνητρά, που τους οδήγησαν εκεί, και δικαιολογούν εύκολα το παράπτωμα. Οι σκηνές μεταμέλειας είναι τις περισσότερες φορές πλαστές και οι μέθοδοι αποφυγής της τιμωρίας, ολοένα και συνθετότερες.
Άραγε γιατί μία συμπεριφορά με τέτοια συχνότητα εμφάνισης εξοβελίζεται μετά βδελυγμίας και αποτελεί τεκμήριο και πιστοποίηση ενός αβέβαιου μέλλοντος για τη σχέση.
Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι οι ερωτευμένοι δεν μπορούν εύκολα να διακρίνουν τα ψεύδη του συντρόφου τους ή εθελοτυφλούν, για όσα σε τρίτα πρόσωπα είναι απολύτως φανερά. Μάλιστα, οι τυφλωμένοι από την επιθυμία είναι ικανότεροι να εντοπίζουν ανακρίβειες σε αγνώστους, παρά στο ερώμενο πρόσωπο, του οποίου τα ψεύδη φανερώνονται τυχαία. Ο έρωτας είναι εξιδανίκευση και προβολή.
Καθώς ο ερωτικός οίστρος δυναμώνει, οι σύντροφοι έχουν πολύ περισσότερους λόγους να πουν ψέματα, αλλά η δεξιότητα ευθείας κρίσης καταποντίζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι περίπου το 95% των αναληθειών θα περάσουν απαρατήρητες. Οι άνθρωποι εξαπατούν ευκολότερα τα πρόσωπα που τους εμπιστεύονται.
Τα ψέματα είναι μία τέχνη και τεχνική, που μαθαίνεται από την ηλικία των έξι μηνών. Για τα παιδιά είναι πολύ εύκολο να αποφύγουν την τιμωρία διά της πλαγίας αυτής οδού, παρά να μην πουν αλήθεια, για να μην πληγώσουν κάποιον.
Οι ψυχολόγοι είναι πεπεισμένοι, ότι τα ψέματα διαχωρίζουν και διαφυλάσσουν την ερωτική σχέση από τις αναπόφευκτες αρνητικές σκέψεις, διατηρούν ένα μέρος της αυτονομίας της προσωπικότητας σε καταστάσεις, που αυτή εκουσίως και άνευ όρων παραδίδεται στο υποκείμενο του πόθου και παρέχουν την απαραίτητη ένταση, η οποία αναβαθμίζει το ενδιαφέρον. Παρόλα αυτά, η αποκάλυψη της αλήθειας κλονίζει και προκαλεί τριγμούς, που πρέπει να διευθετηθούν άμεσα, ειδάλλως λαμβάνουν ανεπιθύμητες διαστάσεις.
Σύμφωνα με στατιστικές,τα περισσότερα ψεύδη εκστομίζονται, από φόβο μήπως η πραγματικότητα, ένα γεγονός ή κάποια τελεσθείσα πράξη διαταράξει τη γαλήνη της σχέσης. Εάν ο σύντροφος είναι επικριτικός, ελεγκτικός και καχύποπτος, η πιθανότητα εξαπάτησης αυξάνεται. Μάλιστα, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να ενισχυθεί με δύο τρόπους: είτε επειδή δεν έγινε αντιληπτή από τον ενδιαφερόμενο και απέδωσε άμεσα συναισθηματικά ή υλικά κέρδη είτε επειδή η αντίδραση του άλλου ήταν τόσο εριστική, που ο φόβος και το άγχος παγίωσαν την πεποίθηση πως ένα ψέμα είναι συμφερότερο από τη διένεξη. Παρατηρήθηκε ότι οι τεχνικές αποσιώπησης και διαστρέβλωσης της αλήθειας με το χρόνο γίνονται ολοένα και πιο εμπεριστατωμένες, ανάλογα με το βαθμό αντίδρασης του συντρόφου και την εμπειρία.
Οι λεκτικές αλληλεπιδράσεις του ζευγαριού συνήθως κατηγοριοποιούνται σε πληροφορίες για συναισθήματα, για την εξουσία ως συστηματική επιρροή, για πόρους (υλικούς και πνευματικούς), για επίλυση προβλημάτων, για τη σεξουαλική δραστηριότητα, για διαδικασίες διεκπεραίωσης, για τις σχέσεις του με άλλα πρόσωπα, για γενικό σχολιασμό γεγονότων, και για σχεδιασμό. Το ψέμα είναι η συστηματική αλλοίωση ή απόκρυψη πληροφοριών σε κάποιον από τους παραπάνω τομείς, η οποία, σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής συναλλαγής, διέπεται από τις αρχές της αμοιβαιότητας: Ακόμα κι αν το ψεύδος αγνοηθεί πρόσκαιρα, η επίδρασή του παραμένει και πρέπει να εκτονωθεί.
Οι άνθρωποι τείνουν να απομακρύνονται από όσους δεν συνεργάζονται ή παρακρατούν αγαθά και πληροφορίες για τον εαυτό τους. Το ψέμα εν ολίγοις, όταν γίνει φανερό, δημιουργεί τις αναγκαίες συνθήκες ανταγωνισμού και έλλειψης ικανοποίησης που θα οδηγήσουν στην ανταπόδωση ή την αποξένωση. Παράλληλα, επιτείνει την αμφιβολία στην επικοινωνία, αυξάνοντας την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια.
Τα συνηθέστερα ψέματα αφορούν τις παλιές ερωτικές σχέσεις, την αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, ειδικά εάν ανήκουν στο αντίθετο φύλο, δικαιολογίες απομάκρυνσης και διαχείρισης του χρόνου, τις φιλίες και τις σχέσεις με την οικογένεια καταγωγής, τα έξοδα για αγορά αγαθών, τα πολύ προσωπικά συναισθήματα και την πραγματική αντίληψη για τον άλλο. Πολύ συνηθισμένη είναι η απόκρυψη των σεξουαλικών φαντασιώσεων και προτιμήσεων, του αυνανισμού, της αντιπάθειας για φίλους ή την οικογένεια του συντρόφου, της αποστροφής για τις μικρές συνήθειες του άλλου, πχ. Για τον τρόπο που τρώει, ζγια ητήματα καθαριότητας κλπ. Όλα τα προαναφερθέντα θα ενσκήψουν ως λαίλαπα, όταν η σχέση αποκτήσει υπέρμετρη οικειότητα ή οδηγηθεί σε σοβαρή σύγκρουση.
Όσο ειλικρινέστερος θεωρείται ο σύντροφος, τόσο αυξάνεται η προθυμία για συναισθηματική επένδυση, εφόσον οι συνθήκες και η ένταση του έρωτα είναι φυσιολογική. Το ψέμα αυξάνει τη διάθεση για στέρηση πόρων, για επιβολή ορίων, για επανάκτηση της αυτονομίας και για διατήρηση των προνομίων της ελεύθερης ζωής. Η εμφάνισή του είναι δηλωτική της διαπίστωσης ότι η σχέση δεν είναι λειτουργική και η ευθύνη δεν πρέπει να επιρρίπτεται αποκλειστικά στον ψευδόμενο.
Οι ρόλοι στην ερωτική διαδικασία είναι πάντοτε συμπληρωματικοί. Το ψέμα σε τελική ανάλυση μπορεί να εκληφθεί ως φόβος για τον ασφυκτικό εναγκαλισμό ενός συντρόφου ή μία κραυγή για περισσότερη προσοχή και αλλαγή.


3. Η ανατομία της ζήλειας

Η ζήλεια είναι ένα συναίσθημα τόσο στενά συνυφασμένο με τον έρωτα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμελιώδες και αναντικατάστατο συστατικό του. Έχει βιωθεί από όλους, όσους έχουν τρωθεί από τα ιοβόλα βέλη της ύπουλης και πανάρχαιας θεότητας, ενώ αποτέλεσε κίνητρο για παράτολμες και απονενοημένες πράξεις, που ενέπνευσαν την τέχνη όλων των εποχών και πολιτισμών της υδρογείου.
Η ζήλεια, ως ψυχική ένταση έχει καταδυναστεύσει την καρδιά και το νου συνετών και μη εραστών, ενώ η ασυγκράτητη καθολικότητα τη νομιμοποιεί υποσυνείδητα, εκτός από τις περιπτώσεις που οδηγεί στα άκρα, απειλώντας και τη ζωή ακόμα του αποδέκτη, αλλά και την πνευματική ισορροπία του κατακυριευμένου από αυτήν.
Ο πάσχων αποστασιοποιείται από τον εαυτό, καταλαμβάνεται από συστηματικές παρανοικές σκέψεις και σενάρια, φαντασιώνει τις βασανιστικές λεπτομέρειες της απιστίας, συνδέει πραγματικά και άσχετα στοιχεία, για να τεκμηριώσει την ενοχή, ταλανίζεται από ατέρμονα ροή φορτισμένων σκέψεων, κατακλύζεται από πλημμυρίδα ατελέσφορων συναισθημάτων, παρηγορείται προσωρινά από έναν στοιχειοθετημένο λόγο, για να παρασυρθεί ξανά και ξανά στη δίνη της αμφιβολίας. Ο βίος ολόκληρος στροβιλίζεται γύρω από το αντικείμενο της λατρείας, η κατάθλιψη διαδέχεται την παραμυθία και το δυστυχές θύμα μετατρέπεται σύντομα σε ανδράποδο του μαζοχισμού. Ακούγεται παράδοξο, αλλά η επιβεβαίωση της υποψίας αποτελεί την απαρχή της λύτρωσης.
Στην πραγματικότητα η ζήλεια δεν αποτελεί αυτόνομη ψυχική κατάσταση. Αντίθετα είναι ένα μείγμα συναισθημάτων, που ενοποιούνται κάτω από την γενικευμένη έννοια: Συνοψίζει τις ανεπάρκειες της προσωπικότητας, αντανακλά τα επίπεδα αυτοεκτίμησης, μορφοποιεί τους φόβους και ανακαλεί μνήμες απωθημένες της παιδικής ηλικίας. Αιτία συκρουσιακών χωρισμών, αναμοχλευτής πάθους και μέθεξης στις σκοτεινές ατραπούς της λαγνείας, γοητεία ή κατάρα, η ζήλεια πιστοποιεί τον τρόμο της εγκατάλειψης, την απειλή της μοναξιάς, το δισταγμό μπροστά στις απροσδόκητες αλλαγές, την υστερία ενώπιον της απώλειας ελέγχου των γεγονότων της ζωής.
Η ζήλεια είναι ένα εθιστικό κοκτέιλ φόβου, οργής, πικρίας, ματαίωσης, αδυναμίας, ανασφάλειας, περιθωριοποίησης, καταδικαστικής κοινωνικής σύγκρισης, διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, κτητικότητας και ενοχής. Είναι ο κατήγορος που επικυρώνει και φέρνει στην επιφάνεια τα τρωτά σημεία του εαυτού, που υπέβοσκαν και τώρα συμβολοποιούνται, ενδυόμενα το προσωπείο του ίμερου για ένα πρόσωπο, για μία άπιστη γυναίκα ή άνδρα, που διαρκώς διολισθαίνει, ξεγλιστρά, ξεφεύγει και χάνεται με κάθε απρονοησία και άδικη μομφή του λαβωμένου από τη ζήλεια συντρόφου.
Η ζήλεια προσκαλεί τη μνήμη της μητέρας που χανόταν από τα μάτια του βρέφους κατά την περίοδο της προσκολλησης, τρέφεται από το άγχος του αποχωρισμού, που κάποτε γέννησε αγωνίες, όταν βιώθηκε σε ηλικία μόλις 8 έως 18 μηνών, αναδεύει την κραυγή πως αυτή που αγαπάς περισσότερο μπορεί να εξαφανιστεί ανά πάσα στιγμή. Κι αν αυτή η αμέλεια διαπράχθηκε από την πολύτιμη μητέρα, πόσο μάλλον από εκείνη, που καταλαμβάνει αργότερα το θρόνο της: την γυναίκα που ποθείται.
Ο μύθος της αποκλειστικότητας του ερωτικού συντρόφου, που τόσο υποκριτικά και περίτεχνα έχει καλλιεργηθεί στις δυτικές κοινωνίες, σε συνδυασμό με το πρωτόγονο κομμάτι του εγκεφάλου, που αντιδρά στον πανικό με τη φυγή ή την επίθεση, η βαθιά εμπεδωμένη πεποίθηση πως μπορεί ο άνθρωπος να αγαπά μόνο ένα άτομο τη φορά, η ψευδαίσθηση ότι ένα μοναχά πρόσωπο μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες και ο αδυσώπητος κοινωνικός έλεγχος συνηγορούν στην καλλιέργεια νοσηρών σχέσεων και στην διαιώνιση της ζήλειας. Εχθρότητα προς τους φίλους, καχυποψία, εξαντλητικός έλεγχος ωραρίων και ασυνεπειών, απομόνωση και διεστραμμένο ενδιαφέρον για το πιο ασήμαντο τεκμήριο ενοχής, παρακολούθηση, τεχνάσματα και αξημέρωτες νύχτες συνθέτουν το σκηνικό της νεύρωσης. Οι ελπίδες μετατρέπονται σε Ερινύες και η ένταση πολλαπλασιάζει τον πόθο, που ακροβατεί στα όρια του φυσιολογικού και της παθολογίας: Η γυναικεία κακοποίηση, ψυχολογική και σωματική έχει τις ρίζες της στη ζήλεια, που έχει συστηματοποιηθεί.
Όσο πιο πολύ δένονται οι άνθρωποι με τους ερωτικούς τους συντρόφους, τόσο περισσότερα τα διακυβεύματα από έναν χωρισμό. Αν η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από τον έλεγχο των καταστάσεων, από την κοινωνική σύγκριση και τις σχέσεις με τους γονείς, τότε η ζήλεια είναι το συναίσθημα εκείνο, που θέτει όλα τα παραπάνω σε αμφισβήτηση. Καμιά φορά θεραπεύεται με το χρόνο, άλλοτε πάλι εκδηλώνεται συχνότερα σε νέους, που δεν διαθέτουν εμπειρία δεσμών. Και κάποτε, όταν πρόκειται για τον τελευταίο έρωτα, όταν απευθύνεται στη νύφη της νεκρικής κλίνης, μπορεί να οδηγήσει σε εξάρσεις ανεξέλεγκτες και βίαιες.

4. Η ψυχολογική ερμηνεία των ερωτικών τριγώνων
Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου-Ψυχολόγος

Η πιο αρχετυπική σχέση, στην οποία ο άνθρωπος από τη γέννησή του εκτίθεται, είναι η τριαδική. Το σταθερότερο σχήμα της γεωμετρίας το τρίγωνο, με ιδιότητες μοναδικές, που είχαν εκτιμηθεί και υπολογιστεί από τους αρχαίους πολιτισμούς. Εφόσον υιοθετηθεί στις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις, εγγυάται συναισθήματα ακραία, αντιφατικά και ρόλους εναλλασσόμενους, με έναν κοινό παρονομαστή: τη συνενοχή και την υποκρισία. Το θύμα εσκεμμένα ή ακούσια προετοιμάζει τη στάυρωσή του και οι θύτες απολαμβάνουν πύρρειες νίκες, μέχρι την τελική τουςαυτο-εξόντωση. Φυσικά, σε περιόδους σεξουαλικού κορεσμού και σε χρόνους, κατά τους οποίους πολλά ζευγάρια συμβιβάζονται με παράλληλους, μη επικοινωνιακούς βίους, οι επιπτώσεις των τριγωνικών σχέσεων δεν προκαλούν τα θεαματικά σκάνδαλα αλλοτινών εποχών και δεν οδηγούν εύκολα σε εντυπωσιακά εγκλήματα πάθους ή αυτοκτονίες. Επηρεάζουν, όμως, ανεξάληπτα την ψυχοσύνθεση των εμπλεκομένων, προοιωνίζουν ανάπηρες εξαρτήσεις και κυρίως καταστρέφουν την αθώοτητα και την ευδαιμονία των παιδιών, εάν αυτά υπάρχουν και έρθουν αντιμέτωπα με την αμείλικτη αποκάλυψη.
Όπως όλα τα προπατορικά αμαρτήματα, έτσι και η τριγωνική έλξη προϋποθέτει ένα μύθο και μία απαγόρευση. Η Νέμεσις αργότερα θα χρησιμοποιήσει αυτόκλητα κάθε πιθανή παραλλαγή τιμωρίας, τύψεων και πόνου. Δεν θα μπορέσει, παρόλα αυτά, να εξαλείψει από τη μνήμη των έκπτωτων εραστών την ηδονή και την υπερβατική μέθεξη, που προκύπτει από την ανυπακοή και την ακατανίκητη έλξηπρος το παράνομο και το κοινωνικά καταδικαστέο.
Εμπειρία ζωής τουλάχιστον για τον έναν εκ των δραστών της συνωμοσίας, αλλά κατ'εξακολούθηση έγκλημα για τον άλλο και ασυνείδητη προτροπή για τον τρίτο, το ερωτικό τρίγωνο αντλεί τη γοητεία του από την απρόοπτη λύση του οιδιποδείου συμπλέγματος και ενδυναμώνεται από το αμετάκλητο κέλευσμα της κοινωνίας για μονογαμία, αποκλειστικότητα, αφοσίωση και παντοτινή δέσμευση.
Το παιδί που θα ερωτευθεί, κατά την ψυχαναλυτική θεωρία, τον γονέα του αντιθέτου φύλου, θα καταλήξει σε έναν καταναγκαστικό συμβιβασμό: να απαλύνει την ήττα της μη ολοκληρωτικής απόκτησης του γονιού, ταυτιζόμενο με αυτόν του ίδιου φύλου. Όμως μερικά παιδιά τελικά νικούν και αποσπούν την αποκλειστικότητα στους στοχασμούς της μητέρας ή του πατέρα. Η εξομοίωση με τον ηττημένο γονιό είναι υποχώρηση και ενδοτισμός. Στο μέλλον το αγόρι ή το κορίτσι αυτό θα μπορεί να συνάπτει ερωτικές σχέσεις, μόνο εάν υπάρχει ανταγωνισμός, για να ξαναβιώσει τον παιδικό θρίαμβο. Θα επιδιώκει την αδρεναλίνη του απαγορευμένου, όπως ανομολόγητος ήταν και ο πόθος προς τον εσωτερικό γονιό.
Ο μύθος της ρομαντικής αγάπης, της χαρισμένης ως θεϊκό και δίκαιο όφλημα, το alter ego του καθενός, η πλατωνική υπόσχεση, που ευαγγελίζεται μία αδελφή ψυχή, η οποία καρτερεί υπομονετικά, για να παρασύρει σε μία συμπαντική ένωση, έχει εδραιώσει στον πολιτισμό μας τη φενάκη πως η αρμονία των ερωτικών σχέσεων μπορεί να αποτελεί δώρο και όχι κοπιαστική και μακροχρόνια προσπάθεια.
Η ευτυχία και η ολοκλήρωση δεν είναι ποτέ αυτονόητη· συνήθως κρύβεται στην αταλάντευτη θέληση, στις βουλήσεις πολλών ανθρώπων και όχι στο δεητικό βλέμμα μιας γυναίκας, στο σαρωτικό μειδίαμα ενός άνδρα ή στην ουτοπία μιας ερωτικής ποίησης, που σύντομα θα διαμελιστεί από το διεκπεραιωτικό χαρακτήρα της καθημερινότητας, καταλείποντας συντρόφους εκστασιασμένους για την απρόσμενη απώλεια του μέλιτος.
Είναι εξάλλου κοινό μυστικό πως τα θεσπέσια χαρακτηριστικά του άλλου δεν είναι παρά οι ελλείψεις μας, που γρήγορα θα απεκδυθούν τη σαγήνη και θα απαιτήσουν εκκωφαντικά και πιο εριστικά από ποτέ την αδιαπραγμάτευτη πλήρωσή τους. Όσα πριν τη δέσμευση ενοποιούν, τα ίδια ακριβώς αργότερα μετασχηματίζονται και διακορεύουν το όνειρο. Και τότε θα έρθει και η στιγμή, που ο ένας από τους δύο, πιο ευάλωτος από ποτέ, θα αναπληρώσει το χαμένο χρόνο επενδύοντας σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, που θα εμφανιστεί ως ερωτικός μεσσίας και θα ανατρέψει σε μία στιγμή τη νηνεμία και τη γαλήνη.
Τα ερωτικά τρίγωνα φαίνονται ακαταμάχητα, επειδή δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Προσκαλούν,αλλά δεν ενδίδουν, θωπεύουν αλλά δεν τιθασεύονται. Σκευωρούν με τις ανασφάλειες, καραδοκούν κραδαίνοντας το ανεκπλήρωτο και καταδικάζουν τους τλάμονες συμμετέχοντες σε αποδοχή του ελάχιστου. Το τρίτο πρόσωπο πάντα θα στερείται το αντικείμενο του πόθου του, το οποίο θα πορεύεται ανάμεσα σε δύο διεκδικητές: το σταθερό και το αδοκίμαστο, το τεκμηριωμένο και το αμφίβολο. Κεντρομόλες και φυγόκεντρες ενορμήσεις θα καταδυναστεύουν το λογισμό, επιτείνοντας την προσμονή για την επανάληψη της συνεύρεσης.
Η καταδίκη του ατελέσφορου, η αδυναμία της πλήρους αφοσίωσης, τα ραντεβού, που δεν ευοδώθηκαν, οι όρκοι, που δεν τηρήθηκαν, οι υποχρεώσεις προς τις δυο παράλληλες σχέσεις, που διογκώνονται, η κούραση και το άγχος θα διακόψουν το φαύλο κύκλο και θα στήσουν την αγχόνη του προμελετημένου τέλους.
Όλοι οφείλουν να συγκατατεθούν στην έλλειψη. Δικαιολογίες, τεχνάσματα, υπεκφυγές,προσχήματα, εκλογικεύσεις και προβολές θα επιστρατευθούν, για να καμουφλάρουν την αγωνία, την ενοχή, τον ίμερο, το θρήνο και το επαπειλούμενο πένθος. Μηχανισμοί άμυνας θα υψώσουν τείχη αθεμελίωτα, για να συγκαλύψουν την αδυναμία οριστικής απόφασης. Θνησιγενείς αποφάσεις για διάλυση της παράνομης λατρείας θα λαμβάνονται, για να αναιρεθούν στο πρωτόγνωρο και ατελεύτητο τρικύμισμα της ερωτικής κλίνης.
Μέσα από την διαδικασία όλοι θα κληθούν σε αναστοχασμό, αλλά λίγοι θα ενστερνιστούν την τραχύτητα των αδέκαστων κρίσεων. Ο φαινομενικά αθώος θα αναρρωτηθεί τι τον απομάκρυνε από τον στασιαστή, για να αποδειχθεί εξίσου φταίχτης. Οι θύτες θα αυτοσχεδιάσουν, απολογούμενοι για τη βεβήλωση των ηθικών αρχών τους και θα επικαλεστούν δυνάμεις άτεγκτες, που τους εξανάγκασαν στην παράδοση στον δελεαστικό βόρβορο. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι το τίμημα θα είναι ανάλογο της έντασης και του παροξυσμού.
Το τρίτο άτομο εξαίφνης ομοιάζει με πανάκεια για όλες τις οδύνες του βίου, ο σωτήρας, που δεν εμφανίστηκε στη σωστή στιγμή μέσα στο χρόνο, η αποκάλυψη που αποδόμησε όλους τους συναισθηματικούς κλυδωνισμούς. Μετατρέπεται στον από μηχανής θεό, που θα άρει με την κατανόησή του τις πληγές τόσων ψυχολογικών μεταπτώσεων. Και που αν χαθεί, κανείς δεν θα μπορέσει να υποκαταστήσει την θαλπωρή της ίασης, που κουβαλά, κανείς δεν θα μπορέσει να επωμιστεί το άλγος της σύγκρισης. Η φυγή του θα προσκαλέσει τη μοίρα, που ενδίδει, θα επαναφέρει τη ζοφερή και μίζερη πραγματικότητα. Θα ξανανιώσει, άραγε ξανά την πεμπτουσία του έρωτα. Θα γευτεί από την αμβροσία της ηδονής, θα επιτρέψει άλλοτε στον εαυτό του να κυριευτεί από το διονυσιακό πνεύμα. Ενδόμυχα, άλλωστε, πολλοί παραδέχονται πως η έλευση του τρίτου έδρασε, σε τελική ανάλυση, εξισορροπητικά στην υπάρχουσα σχέση, θέτοντας σε επαναδιαπραγμάτευση τους όρους και τις συνθήκες της.
Η υπέρβαση, επομένως, των ορίων και των εσκαμμένων είναι τόσο απόλυτη, που περίεργες ψυχολογικές συμβάσεις μοιάζουν με φυσιολογικές: Η τρίτη δεν ζηλεύει τη νόμιμη σύζυγο, αλλά οποιαδήποτε άλλη προσεγγίσει τον εραστή της. Δεν μπορεί εύκολα να απαιτήσει, γιατί εκτός σπανίων περιπτώσεων, η πιθανή νίκη της και η μελλοντική κατοχή του θα απογυμνώσει τη σχέση της και θα διατρανώσει τη ρηχότητα. Εξάλλου, πάντα υποβόσκει η υποψία πως όλα στροβιλίζονται γύρω από την καθαρή ερωτική επιθυμία και πως η ψευδεπίγραφη κουλτούρα αγάπης σκηνοθετήθηκε, για να συγκαλύψει τα αδυσώπητα ένστικτα, όπως την οργή και την ανόθευτη λίμπιντο.
Τα ερωτικά τρίγωνα δεν είναι ασυνήθεις καταστάσεις. Αποκύημα της αποπνικτικής μονογαμίας και των συλλογικών απαγορεύσεων, είναι απολύτως φυσιολογικά και λειτουργικά σε άλλους πολιτισμούς. Όμως κανείς δεν μπορεί να δρα πέρα από τα όρια, που θέτει η κοινωνία και το υπερεγώ, αν δεν είναι προετοιμασμένος να θερίσει θύελλες.

Newsletter Subscribe

Όλα τα νέα και οι ενημερώσεις απευθείας στο email σας.
© 2023 psichologia.gr. All Rights Reserved. Designed by Kosnet.gr