Οι διαταραχές του λόγου εκδηλώνονται περισσότερο με τις παρακάτω μορφές:
- Καθυστέρηση λόγου - Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης
- Τραυλισμός
- Δυσγραμματισμός
- Δυσαρθρία
- Γλωσσικός αρνητισμός (μουτισμός)
- Ταχυλαλία
- Σιγματισμός
- Δυσλαλία
- Αφασία ή Δυσφασία
Αίτια των διαταραχών του λόγου
Οι διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικά ή οργανικά αίτια εγγενούς ή επίκτητης προέλευσης. Τα αίτια χωρίζονται σε 3 κατηγορίες.
Οργανικά αίτια
Σε αυτά ανήκουν παραμορφώσεις και βλάβες του γλωσσικού οργάνου (πηγούνι, γλώσσα, μύτη). Ελαττώματα στην ακοή ή στην όραση αποτελούν συχνή αιτία διαταραχών του λόγου. Μπορεί να δημιουργήσουν ολική καθυστέρηση στην εξέλιξη της γλώσσας. Παιδιά με νοητική καθυστέρηση χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μάθουν να προφέρουν τους φθόγγους ή να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα.
Ιδιοσυγκρασιακά αίτια
Μορφές διαταραχών του λόγου συνδέονται με κληρονομικούς παράγοντες. Σε ιδιοσυγκρασιακά αίτια οφείλεται η καθυστέρηση της αισθησιοκινητικής ωρίμανσης και η προδιάθεση για διαταραχές του λόγου.
Ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια
Το χαμηλό κοινωνικο - μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, ο μεγάλος αριθμός παιδιών, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη κινήτρων, ενδιαφέροντος και ευκαιριών για διάβασμα ασκούν ανασταλτική επίδραση στην εξέλιξη του γλωσσικού οργάνου. Επίσης διαταραχές στο λόγο συναντούμε εξαιτίας συναισθηματικών ή ψυχογενών αιτίων, κακών γλωσσικών προτύπων, υπερπροστασίας, αυστηρότητας των γονέων, υπερβολικών απαιτήσεων, ιδρυματισμού, παλινδρόμησης, άγχους κ.λπ.
Συχνότητα των διαταραχών του λόγου
Οι περισσότερες γλωσσικές διαταραχές εντοπίζονται κατά την προσχολική ηλικία και ιδιαίτερα κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Το 3-5% των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο παρουσιάζουν διαταραχές του λόγου και χρειάζονται ειδική θεραπευτική αγωγή. Περισσότερο ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και εκδηλώνονται πιο συχνά στα αγόρια (Κυπριωτάκης, 1985).
Καθυστέρηση του λόγου – Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης
Εκτός από μερικές ξεχωριστές εικόνες διαταραχής λόγου, όπως η δυσλα¬λία, η δυσλεξία, η αφωνία κ.λπ., υπάρχουν διαταραχές λόγου που απλά πα¬ρουσιάζονται σαν μια γενική καθυστέρηση αντίληψης - επεξεργασίας - έκφρασης λόγου, που συχνά συνοδεύεται και με άλλες νευροψυχολογικές διαταραχές. Οι εκδηλώσεις από το λόγο και άλλες λειτουργίες μπορεί να είναι ελαφρές ή βα¬ριές (όπως π.χ. σε ένα καθυστερημένο παιδί). Στην κατηγορία αυτή που αναφέ¬ρουμε εδώ μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές που περιγράφονται ξεχωριστά. Από την άλλη πλευρά, αυτά που αναφέρουμε εδώ είναι πιθανόν, μελετώμενα βαθμιαία, να περιγράφονται διαφορετικά στο μέλλον διότι είναι μια μεγάλη κατηγορία που περιέχει πολλές δυσλειτουργίες.
Στο ιστορικό των παιδιών αυτών μπορούμε να μάθουμε ότι άργησαν να μι¬λήσουν. Αργούν να πουν μαμά - μπαμπά, αργούν να μάθουν λέξεις, αργούν να κάνουν προτάσεις, το χρησιμοποιούμενο συντακτικό και γραμματική μένουν πίσω για την ηλικία, συχνά η ομιλία δεν είναι ευκρινής. Υπάρχουν διάφορες βαρύτητες της καθυστέρησης του λόγου. Οι ελαφρές μορφές ανακαλύπτονται εύκολα αν χρησιμοποιηθεί τεστ εκτίμησης λόγου, αλλά δεν γίνονται εύκολα α¬ντιληπτές κατά την έναρξη του δημοτικού. Όταν όμως το παιδί προχωρήσει σε μεγαλύτερες τάξεις, βρίσκεται σε δυσχερέστατη θέση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ανιχνεύονται με ειδικά τεστ έγκαιρα (και προληπτικά) διαταραχές του λό¬γου.
Στις ελαφρές μορφές, ο πεπειραμένος δάσκαλος μπορεί ν’ αντιληφθεί διά¬φορες μικροδιαταραχές, όπως ελαφρά δυσαρθρία, πτωχό λεξιλόγιο, πτωχές και βραχείες προτάσεις. Αργότερα, όταν αρχίζει το διάβασμα και το γράψιμο, παρατηρούνται έντονες διαταραχές. Όταν οι διαταραχές της καθυστέρησης του λόγου είναι πιο έντονες, τότε αυτές γίνονται αντιληπτές εύκολα. Η δυσαρ¬θρία, το πτωχό λεξιλόγιο, οι ατελείς λέξεις, οι λάθος λέξεις, οι κακές προτά¬σεις παρουσιάζουν άλλοτε άλλη βαρύτητα και μπορεί να υπάρχει μια τέτοια διαταραχή, ώστε η επικοινωνία να είναι αδύνατη. Αν δεν συνυπάρχει καθυστέ¬ρηση, το παιδί μπορεί να καταλαβαίνει καλά, αλλά επειδή δεν μπορεί να μιλή¬σει επαρκώς, βοηθιέται με νοήματα. Στην προσχολική ηλικία, ένα παιδί με τέ¬τοια διαταραχή μπορεί να τραβά τη μητέρα του από τη ρόμπα και να τη φέρνει σε ένα μέρος, δείχνοντάς της αυτό που θέλει, π.χ. νερό, ένα παιχνίδι κ.λπ. Αν η διαταραχή του λόγου δυσκολεύει πολύ το παιδί στην έκφρασή του, αυτό του δημιουργεί εκνευρισμό και επιθετικότητα.
Παιδιά που έχουν έντονη καθυστέρηση λόγου φαίνονται νωρίς και οι γονείς τα πηγαίνουν έγκαιρα για εξετάσεις και θεραπεία που δυστυχώς συχνά είναι ανεπαρκής από έλλειψη ειδικών. Tα παιδιά που έχουν ελαφρά καθυστέρηση του λόγου παραμελούνται και δεν αναγνωρίζoνται πολύ συχνά. Έτσι αν πρέπει να διαβάζουν και να γράφουν, έχουν τεράστιες δυσκολίες, με αποτέλεσμα συχνά να μένουν αγράμματα. Οι μητέρες που αντιλαμβάνονται ότι τo παιδί αργεί να μιλήσει και να «ξεκαθαρίσει» η ομιλία του περιμένουν, αρνούνται να δεχτούν ότι το παιδί έχει πρόβλημα.
Η καθυστέρηση στο λόγο μελετάται όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει, σε συσχέτιση με το υπόστρωμα, δηλαδή τον εγκέφαλο.
Βασικό ρόλο παίζει και ο ψυχισμός. Όσο περισσότεροι παράγοντες παίζουν ρόλο ή επιπροστεθούν σε τυχόν καθυστέρηση του λόγου, τόσο πολύπλοκο γίνεται το πρόβλημα λόγω διαταραχής και άλλων λειτουργιών και έτσι αυξάνεται η δυσλειτουργία της σφαίρας του λόγου.
Μπορεί να υπάρχει κάποια διαταραχή του λόγου που να μην είναι σοβαρή, αλλά να συνυπάρχει μια κινητική διαταραχή που επηρεάζει την άρθρωση, την κινητικότητα του χεριού, δηλαδή το γράψιμο.
Η καλή επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον και ιδίως με τη μητέρα στα πρώτα στάδια ζωής είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου. Διάφορα προβλήματα, μετέπειτα μπορεί να προκαλέσουν έντονα προβλήματα στη συμπεριφορά του παιδιού καθώς και τραυλισμό (τραυλισμός, κεκεδισμός), αρνητισμό (μερική ή πλήρη άρνηση στην ομιλία - mutismus) ή και άλλα έντονα προβλήματα στο λόγο, επειδή η εκπαίδευση των παιδιών αυτών είναι ανεπαρ¬κής. Να σημειωθεί ότι σε μικρές ηλικίες παρατηρείται «φυσιολογικός» τραυλι¬σμός όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος γίνονται μεγαλύτερες και το παιδί προσπαθεί ν’ αντεπεξέλθει αλλά δυσκολεύεται. Επίσης αναφέρουμε, ότι έντο¬νες διαταραχές στο λόγο παρατηρούνται και σε παιδικές ψυχώσεις, σπάνια νο¬σήματα του νευρικού συστήματος, π.χ. τρέμουλο στην ομιλία και στα χέρια, στο γράψιμο, ή σε βλάβες της παρεγκεφαλίδας (Μιχελογιάννη & Τζενάκη, 2002).
Τα πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής της γλωσσικής έκφρασης
Η ανάπτυξη της ικανότητας της γλωσσικής έκφρασης των παιδιών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποσότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων που δέχονται. Όταν τα παιδιά δεν έχουν αρκετές ευκαι¬ρίες για διάλογο και ανατροφοδότηση, τότε περιορίζονται οι δυνατότη¬τές τους να εκφραστούν λεκτικά και επομένως περιορίζεται η ανάπτυ¬ξη της ικανότητας άρθρωσης.
Η επίδραση του τρόπου λεκτικής επικοινωνίας της οικογένειας στη γλωσσική ανάπτυξη ενός παιδιού προσέλκυσε το ενδιαφέρον ορισμέ¬νων ερευνητών, καθώς οι γονείς αποτελούν για το παιδί γλωσσικά πρό¬τυπα. Ο Whitehurst και οι συνεργάτες του (1988), συνέκριναν την ποιό¬τητα της λεκτικής επικοινωνίας σε περιπτώσεις οικογενειών με ή χωρίς παιδί με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης. Μέσα από τις παρατηρήσεις τους, διαπίστωσαν πως οι γονείς διαφοροποιούσαν τον τρόπο επικοι¬νωνίας τους με το παιδί ανάλογα με τις λεκτικές του ικανότητες. Στις περιπτώσεις όπου το παιδί δυσκολευόταν να κάνει μεγάλες προτάσεις, προσάρμοζαν και αυτοί ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο του μιλούσαν. Επομένως, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις απόρριψης ή απομόνωσης των παιδιών, οι διαταραχές επικοινωνίας δεν φαίνεται να προκαλού¬νται από τον τρόπο ομιλίας των γονέων.
Ανατομικές μελέτες και μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν δείξει πως τα φωνολογικά ελλείμματα, και ιδιαίτερα αυτά που έχουν σχέση με τη φωνολογική ενημερότητα και το συλλαβισμό, σχετίζονται με προβλή¬ματα στη λειτουργία του εγκεφάλου. Μια ειδική ορ¬γανική αιτία, στην οποία μπορεί να οφείλονται ορισμένες περιπτώσεις προβλημάτων στη γλωσσική έκφραση, αποτελούν οι επαναλαμβανόμε¬νες ωτίτιδες ή φλεγμονές του μέσου αφτιού οι οποίες είναι πιθανό να συνοδεύονται με απώλεια ακοής κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής. Αυ¬τή η σχέση υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώ¬σεις, παιδιά ηλικίας 2 έως 3 ετών με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης τα οποία την ξεπέρασαν αρκετά γρήγορα, είχαν επανειλημμένα επεισόδια ωτίτιδας σε μικρότερη ηλικία. Η διαπίστωση αυτή φανερώνει πως οι ωτίτιδες του μέσου αυτιού κατά την κρίσιμη πε¬ρίοδο για την ανάπτυξη της γλωσσικής έκφρασης μπορεί να δημιουρ¬γούν προβλήματα ομιλίας, τα οποία όμως φαίνεται πως σύντομα ξεπερ¬νιούνται. Στις περιπτώσεις όμως όπου δεν υπάρχει ιστορικό με ωτίτιδες, τα αίτια της διαταραχής γλωσσικής έκφρασης μπορεί να αφορούν τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, οπότε και η διάρκεια των προβλημάτων είναι μεγαλύτερη.
Φαίνεται πως η γλωσσική ανάπτυξη σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με γενετικούς παράγοντες, αλλά η ακριβής βάση αυτών των παραγό¬ντων πολύ δύσκολα μπορεί να διευκρινιστεί.
Έχει βρεθεί, πως στο 70% των παιδιών με διαταραχές ομιλίας υπάρχει στο οικογενειακό τους ιστορικό κάποια αναφορά σε μαθησιακές δυ¬σκολίες. Σε έρευνες που έγιναν σε περι¬πτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων, ηλικίας 3 έως 5 ετών, διαπιστώθηκε πως τα παιδιά αυτά είχαν συχνότερα παρόμοιες δυσκολίες άρθρωσης σε σχέση με τα διζυγωτικά δίδυμα και τα παιδιά τα οποία δεν είχαν συγγενική σχέση. Παρά το γεγονός ότι τα ερευ¬νητικά ευρήματα καταδεικνύουν τη δυσλειτουργία του εγκεφάλου, δεν μπορεί ακόμη να διευκρινιστεί με σαφήνεια η προέλευση αυτής της δυ¬σλειτουργίας.
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης των διαταραχών γλωσσικής έκ¬φρασης και παρόμοιων διαταραχών επικοινωνίας θα πρέπει να συνε¬κτιμηθεί η συχνή υποχώρηση των προβλημάτων αυτών μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών, χωρίς να είναι αναγκαία κάποιου είδους παρέμ¬βαση. Είναι όμως πολύ πιθανόν οι γονείς των παιδιών αυτών να αναζη¬τήσουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του ειδικού ώστε να κατανοήσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και να βεβαιωθούν ότι λει¬τουργούν με τρόπο που βοηθά αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους. Επομένως, η ένταξη του παιδιού με διαταραχή γλωσ¬σικής έκφρασης σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα σύντομης διάρκειας κρίνεται πολλές φορές σκόπιμη, με στόχο κυρίως την εκπαίδευση των γονέων σε τεχνικές οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν τη γλωσσική έκ¬φραση του παιδιού.
(Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Τραυλισμός
Ο τραυλισμός συγκαταλέγεται στις νευρωτικές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας. Θεωρείται διαταραχή της ροής του λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της φωνής και της άρθρωσης. Η διαταραχή συμβαίνει στην αρχή ή στο μέσο του λόγου είτε με επαναλήψεις μεμονωμένων φθόγγων, συλλαβών, λέξεων π.χ. χα χα-χαρούμενος είτε με ένα επίμονο κόμπιασμα σε ένα φθόγγο π.χ. χ...αρούμενος (Δράκος, 1991).
Αν καμιά φορά το παιδί επανα¬λαμβάνει το πρώτο γράμμα (σ-σ-σ-σήκω) την πρώτη συλλαβή (θε-θε¬θε-θέλω) ή ολόκληρη τη λέξη (όταν-όταν-όταν), δεν σημαίνει απαραί¬τητα ότι τραυλίζει. Οι επαναλήψεις, οι παύσεις και η γενική σύγχυση στη «σκέψη και ομιλία», σε πολλές περιπτώσεις είναι φυσιολογικές αντιδράσεις. Κατά την προσχολική ηλικία, τα παιδιά έχουν πολλές εμπειρίες για τις οποίες θέλουν να μιλήσουν χωρίς όμως να μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν πολλές λέξεις ταυτόχρονα, προκειμένου να εκφραστούν άνετα. Είναι λοιπόν πιθανόν, ορισμένα συμπτώματα του τραυλισμού να παρουσιάζονται σε κάποιο παιδί χωρίς ωστόσο να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Χαρακτηρίζεται σαν γλωσσική νεύρωση ή ακόμα σαν ψυχο¬σωματικής αιτιολογίας διαταραχή, αφού σ’ αυτή συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες.
Η νευρωτική εκδήλωση του τραυλισμού αντιδιαστέλλεται α¬πό εκείνη που η αιτιολογία της συνίσταται σε παθολογικά-ορ¬γανικά αίτια. Έτσι πολλοί επιστήμονες του χώρου ποικίλων ε¬πιστη- μονικών κατευθύνσεων ορίζουν τον τραυλισμό κάτω από το πρίσμα της επιστήμης τους π.χ. Ιατρική, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία, Παθογλωσσολογία, Λογοπαιδαγωγική και Λο¬γοπεδική.
Ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται ως σύνδρομο (ιατρική θεώρηση) ή ως φαινόμενο (ψυχοπαιδα¬γωγική ψυχοκοινωνιολογική θεώρηση). Το φαινόμενο του τραυλισμού έχει εντοπιστεί από την αρχαιότητα, ο ρήτορας Δημοσθένης αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ανθρώπου με το φαινόμενο του τραυλισμού με τα δικά του μέσα και μέτρα προσπάθησε να βελτιώσει το πρόβλημα της ροής της ομιλίας του (Δράκος, 1991).
Κατά τους Leahy και Collins (1991), ο τραυλισμός είναι μια αινιγματική διαταραχή με μα¬κρά και δαιδαλώδη ιστορία. Νεώτερες προσωπικότητες της ιστορίας με τραυλισμό ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας, ο Winston Churchill, ο Lenin, ο Theodore Roosevelt, ενώ από τον καλλιτεχνικό χώ¬ρο αναφέρονται οι ηθοποιοί Marilyn Monroe και ο τραγουδιστής Mell Tillis (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Ο τραυλισμός σε μεγάλο ποσοστό 1,4% συναντάται στην προσχολική ηλικία, όπως έδειξαν έρευνες του Βecker. Στην αρ¬χή μπορεί να είναι φυσιολογικός και δικαιολογημένος αφού ο ρυθμός σκέψης είναι γρήγορος και η γλωσσική ικανότητα πε¬ριορισμένη. Στο τρίτο και τέταρτο έτος η γλωσσική ανάπτυξη είναι ρα¬γδαία και το λεξιλόγιο αυξάνεται σημαντικά. Σ’ αυτή λοιπόν την ηλικία κάποιο σύμπτωμα μόνο τραυλισμού μπορεί με την ε¬πίδραση εξωγενών παραγόντων να μονιμοποιηθεί και ο τραυλισμός να λάβει χρόνιο χαρακτήρα.
Η συχνότητα του τραυλισμού στα αγόρια παρουσιάζει δυ¬σαναλογία συγκριτικά με τα κορίτσια και είναι 3: 1. Σε ποσοστό 0,7% συναντάται ο τραυλισμός στη σχολική ηλικία 6-14 ετών.
Ο Ιπποκράτης πρώτος έδειξε ότι η μη ισορροπία ανάμεσα στη σκέψη και στο λόγο συμβάλλει στη γένεση του τραυλισμού.
Παρεμφερής νεύρωση με τον τραυλισμό είναι και η λογοφο¬βία όπως έδειξε ο Dosuzkov. Η λογοφοβία εξωτερικεύεται σαν φόβος για επικοινωνία και σαν υπερβολική δειλία. Προσβάλλει όλη την προσωπικότητα του ατόμου που πάσχει από τραυλι¬σμό, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά του και παραμένει ακόμα και μετά την υποχώρηση του τραυλισμού (Δράκος, 1991).
Είδη τραυλισμού
Τα είδη του τραυλι¬σμού είναι τρία: Ο εξελικτικός, ο τραυματικός και ο υστερικός.
Εξελικτικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται κατά την προσχο¬λική ηλικία και εκδηλώνεται ως επανάληψη μιας συλλαβής ή σαν παρεμπόδιση της γλωσσικής ροής στο ξεκίνημα της ομι¬λίας. Όταν τα συμπτώματα αυτά ενισχυθούν από εξωγενείς πα¬ράγοντες (κακή διαπαιδαγώγηση, άσχημο ψυχολογικό κλίμα) ο τραυλισμός μονιμοποιείται και τα συμπτώματά του εκδηλώνονται εντονότερα.
Τραυματικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται σε ενήλικες και αιτία του είναι ένα δυνατό ψυχικό σοκ. Τα συμπτώματά του δεν αυ¬ξάνονται σταδιακά όπως στην περίπτωση του εξελικτικού τραυλισμού αλλά εκδηλώνονται από την αρχή πολύ έντονα και σε σύντομο χρονικό διάστημα με την κατάλληλη θεραπεία εξασθε¬νούν.
Υστερικός τραυλισμός: Προκαλείται ύστερα από ένα έντονο ψυχικό ερεθισμό ή από υστερική αφωνία ή κώφωση. Για τη θεραπεία του χρησιμοποιούνται μέθοδοι υποβολής, ή ηλεκτροθε¬ραπεία κλπ.
Άλλη διάκριση είναι: Κλονικός τραυλισμός, τονικός τραυλι¬σμός και κλονικοτονικός τραυλισμός.
Κλονικός τραυλισμός: Όπου το άτομο που τραυλίζει επανα¬λαμβάνει συνεχώς την αρχική συλλαβή ή λέξη μέχρι ν’ αρχίσει να μιλάει.
Τονικός τραυλισμός: Όπου η δυσκολία έγκειται στο ξεκίνημα της ομιλίας παρά τις έντονες προσπάθειες που γίνονται από το άτομο που τραυλίζει.
Κλονικοτονικός τραυλισμός: Σ’ αυτόν συνυπάρχουν τα δύο προηγούμενα είδη του τραυλισμού (Δράκος, 1991).
Η διάγνωση του τραυλισμού
Παρά το γεγονός ότι διαφορετικά άτομα μπορεί να τραυλίζουν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική συχνότητα, οι γονείς ή άλλα οι¬κεία πρόσωπα του ατόμου που τραυλίζει συνήθως δεν έχουν καμία δυ¬σκολία να αναγνωρίσουν το είδος της δυσκολίας του. Φυσικά, σε αρκε¬τές περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να μη χρησιμοποιούν για την περιγρα¬φή της δυσκολίας του παιδιού τον όρο του «τραυλισμού» αλλά είναι συ¬νήθως σαφείς στις διαπιστώσεις τους. Οι γονείς ή τα ίδια τα παιδιά, όταν αναφέρονται στον τραυλισμό, συνήθως τον περιγράφουν ως κόλλημα.
Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM IV, ο τραυλισμός αναφέρεται στη διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας (δυσανάλογη για την ηλικία του ατόμου), η οποία χαρακτηρίζεται από τη συχνή παρουσία ενός από τα ακόλουθα:
- Επαναλήψεις ήχων και συλλαβών
- Επιμηκύνσεις ήχων
- Επιφωνήματα
- Διακοπτόμενες λέξεις (π.χ. παύσεις μέσα σε μια λέξη)
- Ηχηρές ή σιωπηλές αναστολές (γεμάτες ή κενές παύσεις της ομιλίας)
- Περιφράσεις (υποκαταστάσεις λέξεων για την αποφυγή προβλημα¬τικών λέξεων)
- Παραγωγή λέξεων με υπέρμετρη φυσική ένταση
- Επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων (π.χ. «το-το-το-το είδα»)
Επιπλέον, η διαταραχή της ροής της ομιλίας παρεμποδίζει τη σχολι¬κή ή επαγγελματική απόδοση ή την κοινωνική επικοινωνία. Ο τραυλισμός εκδηλώνεται συνήθως για πρώτη φορά κατά την προσχολική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μάλιστα η τάση της εμφάνισης του τραυλισμού σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο τραυλισμός εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 18 μηνών και 12 ετών με σημαντικά μεγαλύτερες πιθα¬νότητες εμφάνισης στις ηλικίες μεταξύ δύο και πέντε ετών. Παρατηρούμε λοιπόν πως ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως κατά την περίοδο όπου η γλωσσική ανάπτυξη εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έναρξη του τραυλισμού δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο ψυχολογικό ή οργανικό τραύμα. Η εδραίωση της διαταραχής αυτής είναι συνήθως σταδιακή, ενώ συχνά υπάρχουν περίοδοι όπου η ροή του λόγου είναι καλή.
Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ο τραυλισμός στα παιδιά κυ¬μαίνεται περίπου στο 5% αλλά στο σύνολο του πληθυσμού η συχνότη¬τα του τραυλισμού είναι περίπου 1%. Η μείωση της συχνότητας του τραυλισμού στα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας προφανώς σχετίζεται με τη συχνή υποχώρηση του τραυλισμού και την αποκατάσταση της καλής ροής της ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Επειδή όμως δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε να προβλέψουμε σε ποιες περιπτώσεις θα υποχωρήσει ο τραυλισμός και σε ποιες θα εξακολουθή¬σει να υφίσταται ακόμη και στην ενηλικίωση του ατόμου, συνήθως προ¬τείνεται η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού.
Στις ηλικίες των 2 έως 3 ετών, η συχνότητα του τραυλισμού είναι ίδια σε αγόρια και κορίτσια, ενώ στις ηλικίες των 6 έως 7 χρό¬νων η αναλογία είναι 3:1 και στις ηλικίες των 12 έως 13 χρόνων η ανα¬λογία αυξάνεται στο 5:1 σε βάρος των αγοριών. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν πως ο τραυλισμός υποχωρεί με μεγαλύτε¬ρη συχνότητα στις περιπτώσεις των κοριτσιών.
Η αναπτυξιακή πορεία των παιδιών με τραυλισμό
Στις περιπτώσεις όπου ο τραυλισμός δεν αντιμετωπίζεται με κάποια θεραπευτική αγωγή, είναι πιθανόν η δυσκολία του παιδιού στην ομιλία να επιδεινώνεται προοδευτικά. Ενώ αρχικά το παιδί μπορεί να συναντά περιστασιακά μόνο κάποιες δυσκολίες στη ροή του λόγου, αυτές οι δυσκολίες στη συνέχεια γίνονται πιο σοβαρές και αργότερα εδραιώ¬νονται ώσπου να εκδηλώνεται τελικά τραυλισμός σε μόνιμη βάση.
Η εξέλιξη του τραυλισμού περνά βασικά από τέσσερις φάσεις.
Η πρώτη φάση καλύπτει την περίοδο της προσχολικής ηλικίας. Στη φάση αυτή, ο τραυλισμός είναι περιστασιακός και εμφανίζεται συνήθως σε καταστάσεις όπου το παιδί είναι ταραγμένο ή βιάζεται να πει πολλά. Σ’ αυτή την περίπτωση, το παιδί μπορεί να είναι αγχωμένο ή να νιώθει ότι πιέζεται για επικοινωνία. Ο τραυλισμός μπορεί να εκδηλώνεται με την επανάληψη συλλαβών ή λέξεων, συνήθως στην αρχή μιας φράσης. Στη φάση αυτή, οι δυσκολίες του παιδιού δε δημιουργούν πάντα κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.
Η δεύτερη φάση καλύπτει την περίοδο της σχολικής ηλικίας. Τώρα πια ο τραυλισμός αποτελεί χρόνιο πρόβλημα, εμφανίζεται με μεγαλύτε¬ρη επιμονή και μπορεί να εκδηλωθεί σε πολλές καταστάσεις. Σε αυτή τη φάση, το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο με τραυλισμό.
Στην τρίτη φάση, η συμπεριφορά του ατόμου που τραυλίζει διαφο¬ροποιείται σημαντικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκε¬ται. Το άτομο αρχίζει να πιστεύει πως συγκεκριμένοι φθόγγοι, συλλα¬βές ή λέξεις μπορεί να του δημιουργούν ιδιαίτερες δυσκολίες. Γι’ αυτό αρχίζει να αποφεύγει τη χρήση ορισμένων λέξεων και γίνεται ευερέθι¬στο σε αναφορές σχετικά με το πρόβλημά του.
Στην τέταρτη φάση, το άτομο αρχίζει να αποφεύγει καταστάσεις όπου μπορεί να προκληθεί για να μιλήσει. Σε ορισμένες καταστάσεις, όταν υποψιαστεί πως είναι πιθανό να χρειαστεί να μιλήσει, τότε το δια¬κατέχει φόβος. Προς το τέλος της εφηβείας, το άτομο που τραυλίζει αρ¬χίζει να νιώθει πως το πρόβλημά του το οδηγεί ολοένα και συχνότερα σε αμηχανία (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση του τραυλισμού
Οι περισσότεροι ειδικοί συγκλίνουν στην εκτίμηση πως ο τραυλισμός είναι ένα πρόβλημα πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Σύμφωνα με τον Van Riper (1982), ο τραυλισμός είναι ένα πολύπλοκο και πολυδιά¬στατο παζλ από το οποίο μας λείπουν ακόμη πολλά κομμάτια. Είναι ευρύτερα αποδεκτό πως δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για τον τραυ¬λισμό και πως ο τραυλισμός είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μιας σειράς δομικών, αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών πα¬ραγόντων.
Στην προσπάθεια κατανόησης της αιτιολογίας του τραυλισμού έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα πολλές θεωρίες, χωρίς όμως κάποια απ’ αυτές να μπορεί να προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας της διαταραχής αυτής. Ο Bloodstein (1995), στην προσπάθειά του να κατηγοριοποιήσει τις υπάρχουσες θεωρίες σχετικά με την αιτιοπαθογένεια του τραυλισμού, προτείνει το ακόλουθο σύστη¬μα ταξινόμησης:
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «κατάρρευσης» και αποδίδουν τον τραυλισμό σε κατάρρευ¬ση κάποιων φυσιολογικών λειτουργιών, με πιθανή ανάμιξη περιβαλλοντικών παραγόντων οι οποίοι προκαλούν άγχος. Η ανεπάρκεια των φυσιολογικών λειτουργιών, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν γε¬νετική βάση, σχετίζεται με το μηχανισμό παραγωγής του προφορι¬κού λόγου.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «απωθημένης ανά¬γκης» και αντιμετωπίζουν τον τραυλι¬σμό ως έναν τύπο αγχώδους διαταραχής, δηλαδή ως σύμπτωμα κά¬ποιας διαταραγμένης ψυχολογικής λειτουργίας, η οποία είναι πιθα¬νό να μην είναι συνειδητή. Οι υποθέσεις αυτές στηρίζονται βασικά στην ψυχαναλυτική θεωρία.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στις έννοιες της «αναμονής - αντιμετώ¬πισης». Στην περίπτωση αυτή, εκτιμάται πως ο τραυλισμός πυροδοτείται ή ενισχύεται από το γεγο¬νός ότι το άτομο αναμένει με φόβ&omi