Ελένη Κωφονικολού Δασκάλα
Το εάν υπάρχει Θεός αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα του ανθρώπου που τόσο η Φιλοσοφία όσο η Θεολογία αλλά και η Επιστήμη προσπάθησαν να δώσουν απάντηση.
Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο ον θέτει το ερώτημα «περί υπάρξεως του Θεού» κι έχει τη δυνατότητα να δεχτεί ή να μη δεχτεί την ύπαρξή Του. Βέβαια την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά έτσι όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού είναι ένα ζήτημα πίστεως Ο άνθρωπος αποδέχεται το Θεό με την πίστη του. Όμως επειδή είναι σκεπτόμενο ον προσπαθεί να τεκμηριώσει και με επιχειρήματα την πίστη του αυτή. Έτσι διαμόρφωσε διάφορους λογικούς συλλογισμούς . Οι συλλογισμοί αυτοί δεν είναι αποδείξεις αλλά ενδείξεις , λογικοφανή επιχειρήματα για τη ύπαρξη του Θεού.
Στη διάρκεια του Λατινικού Μεσαίωνα αναπτύχθηκαν και παρουσιάστηκαν επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού.. Τα επιχειρήματα περί ύπαρξης Θεού που αναπτύχθηκαν θεωρούνται ορθά γιατί γίνεται προσπάθεια να αποδειχθούν και να ερμηνευτούν με τη λογική.
Η πνευματική ζωή στο Μεσαίωνα καλύπτει πάνω από 11 αιώνες ιστορίας και κυριαρχείται από τη σύγκρουση του Λόγου με την Πίστη. Αυτή την εποχή γίνεται μια προσπάθεια να συμβιβαστεί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός με τη χριστιανική θρησκεία και αυτή την ανάγκη εξυπηρέτησαν τα επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού.
Οι αντιλήψεις για τη σχέση πίστης και λόγου θεμελιώθηκαν από τον Αυγουστίνο ο οποίος εισάγει στο Χριστιανισμό τη Λογική.
Ήταν καλλιεργημένος θεολόγος που έζησε τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα και των αρχών του 5ου αιώνα . Είχε αφομοιώσει την αρχαία κληρονομιά και συμφιλίωσε το χριστιανισμό με ένα μεγάλο μέρος της.
Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο η αλήθεια της επιστήμης βασίζεται στη θεία φώτιση επειδή τα πάντα προέρχονται από το Θεό. Ο Θεός ως καθαρή μορφή συμβολίζεται με τη μεταφορά του φωτός. Διατύπωσε το δόγμα της διπλής αλήθειας (θρησκείας κι Επιστήμης) το οποίο οδήγησε στην αρχή της παντοδυναμίας του Θεού. Με βάση τις γενικές του θέσεις διαμορφώθηκαν οι ιδιαίτερες δυτικές χριστιανικές αντιλήψεις υπέρ της επιστήμης σχετικά με την αξιοποίηση ή μη της αρχαίας ελληνικής σκέψης και της σχέσης Πίστης και Λόγου σε σχέση με τη Θεία Αποκάλυψη. Ο Θεός μέσω της «θείας φώτισης» αποδίδει εγκυρότητα στις εμπειρικές και λογικές γνώσεις για τον υλικό κόσμο και οδηγεί στην αλήθεια. Η επιστημονική γνώση έχει κατώτερη θέση σε σχέση με την πίστη. Ο Ορθός Λόγος έχει θέση στην εξέταση της φύσης όχι όμως στο πλαίσιο της θείας φώτισης.
Παρά το γεγονός ότι αρκετά λίγοι διανοούμενοι γνώριζαν το έργο του αυτό ωστόσο αποτέλεσε αφετηρία για όλους τους σημαντικούς στοχαστές ως το 12ο αιώνα. Οι πρώτοι μεγάλοι Άραβες στοχαστές που επηρεάστηκαν από τον Αριστοτέλη ήταν οι AL Kindi και AL Farabi 8ος και 10ος αιώνας αντίστοιχα. Οι Άραβες δημιούργησαν την πρώτη γέφυρα μεταφοράς της Ελληνικής Φιλοσοφίας στη Δυτική Ευρώπη . Ο AL Farabi Αριστοτελιστής και νεοπλατωνιστής φιλόσοφος ανέπτυξε μια σειρά επιχειρημάτων για την ύπαρξη του Θεού που επηρέασαν αργότερα τη Δύση. Ο ισλαμικός Θεός απέκτησε μια λογική διάσταση και περιορίστηκε σε μεταφυσικές και λογικές αναγκαιότητες.
Από τον 9ο ως το 12ο αιώνα οι μεταφράσεις καθώς και η διάδοση των αριστοτελικών συγγραφέων στη Δύση αποκτούν μεγάλη σημασία. Οι Δυτικοί σπούδασαν τις Αριστοτελικές θέσεις οι οποίες διδάσκονταν στα Πανεπιστήμια . Οι αριστοτελικές θέσεις έρχονται σε σύγκρουση με την αλήθεια της χριστιανικής πίστης και δημιουργούνται διαμάχες.
Ο Άνσελμος (1033-4-1109) ήταν ο πρώτος στοχαστής του Μεσαίωνα που πίστευε ότι για να αποδείξει κάποιος την ύπαρξη του Θεού πρέπει να χρησιμοποιήσει τη λογική. Η ύπαρξη του Θεού ήταν ένα αξίωμα υπεράνω αμφισβήτησης , αλλά η λογική μπορούσε να ατσαλώσει την πίστη.
Βασίστηκε στη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής και προσπάθησε να απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα εάν υπάρχει Θεός. Χρησιμοποίησε τη Λογική κι επινόησε το οντολογικό επιχείρημα προκειμένου ν’ αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Ορίζει το Θεό ως αυτό του οποίου τίποτα το μεγαλύτερο δεν μπορούμε να συλλάβουμε , επειδή ο Θεός υπάρχει πέραν της ανθρώπινης κατανόησης. Παρά την απόδοση ιδιαίτερου λόγου στη λογική , ο Άνσελμος πάντα υπέτασσε τη λογική στην πίστη . Αν και οι περισσότεροι μεταγενέστεροι στοχαστές του 12ου αιώνα και των αρχών του 13ου αιώνα απομακρύνθηκαν από τον Άνσελμο για να υιοθετήσουν μια πιο επιστημονική προσέγγιση , στα τέλη του 13ου αιώνα η σκέψη του άσκησε σημαντική επίδραση υπέρ της αναβίωσης μιας νεοαυγουστίνειας άποψης σε αντίθεση με τους αριστοτελικούς.
Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα παρατηρούνται κοινωνιολογικές και πολιτισμικές καινοτομίες που επιδρούν στην πνευματική ζωή της Δύσης. Ιδρύονται Πανεπιστήμια και διδάσκονται τα έργα του Αριστοτέλη στην ανώτερη παιδεία.
Ο Ορθολογισμός του Αριστοτέλη δημιουργεί κρίση στις θεολογικές απόψεις των χριστιανικών κειμένων. Η εκκλησία αντέδρασε. Οι διανοούμενοι του 13ου αιώνα διαισθάνονταν ότι με τη συνεχή επιστροφή στα κλασικά κείμενα βρίσκονταν κοντά στη συμφιλίωση του κόσμου της ύλης με τα προστάγματα της θρησκευτικής αποκάλυψης.
Ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274) υπήρξε ένας μεγάλος χριστιανός φιλόσοφος του Μεσαίωνα ο οποίος έστρεψε τους θεολόγους στον αριστοτελισμό. Υποστήριξε ότι ο λόγος είναι σε θέση να οδηγήσει στο Θεό μέσω του στοχασμού της φύσης. Στα πιο πολλά του έργα συμφωνεί με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
Χρησιμοποίησε αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Έδωσε έμφαση στη λογική του ανθρώπου κι άνοιξε το δρόμο στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι μπορούν μόνοι τους να ρυθμίσουν τη ζωή τους. Τόσο η λογική όσο και η πίστη για τον Ακινάτη είχαν τις αρμόζουσες σφαίρες τους , οι οποίες ήταν συμπληρωματικές. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο της ύλης και παρεμβαίνει προσωπικά σ’ αυτόν. Τα ανθρώπινα όντα όμως μπορούν με τη λογική μόνο να κατακτήσουν απλώς μια μερική αλήθεια. Για να κατανοήσουν το θείο κόσμο και την αιώνια αλήθεια χρειάζονται την πίστη και τη χάρη. Η απόδειξη του Ακινάτη εμπεριέχει αρκετές υποθέσεις που δέχτηκαν επικρίσεις από τους στοχαστές του 14ου αιώνα.
Τελειώνοντας την αναφορά στα επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού που αναπτύχθηκαν και παρουσιάστηκαν στη διάρκεια του αραβικού και λατινικού Μεσαίωνα γίνεται κατανοητό ότι η πίστη επηρέασε θετικά το λόγο των φιλοσόφων . Οι αθεϊστικές απόψεις ήταν πολύ σπάνιες κατά το Μεσαίωνα. Τα επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού συνέβαλλαν στο διαχωρισμό της θρησκείας από τη λογική κι επηρέασαν το έργο των επόμενων θεολόγων. Επίσης βοήθησαν στο να διευρυνθούν τα όρια της ελεύθερης σκέψης κατά την Αναγέννηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ross, W. D. (2010). Αριστοτέλης (μτφ. Μαριλίζα Μήτσου). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Ακινάτης, Θ.(1998). Περί του όντος και της ουσίας. Αθήνα: Δωδώνη
Βαλλιάνος , Γ.(2008). Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη. Β’τόμος . Πάτρα: ΕΑΠ.
Τατάκης, Β, Ν(1977). Η Βυζαντινή φιλοσοφία. Μετάφραση Εύας Καλπουρτζή, Αθήνα : εταιρεία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας.
Χατζηγιάγκου, Ε. (2015). Η Ορθόδοξη Πίστη μας. Αθήνα: Κύπρης & ΣΙΑ Ο.Ε.
Παπανούτσος, Ε. Π. (1971). Το Θρησκευτικό Βίωμα στον Πλάτωνα. Αθήνα: Εκδόσεις Δωδώνη.
Στείρης, Γ. (20011). Η θεμελίωση της Μεσαιωνικής Πρακτικής Φιλοσοφίας . Η περί ηθικής και πολιτικής φιλοσοφία του Al- Farabi. Καρδαμίτσα.