Η αίσθηση κατωτερότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης είναι μια συνηθισμένη συναισθηματική κατάσταση που βιώνουν πολλοί άνθρωποι.
Σκέψεις και φράσεις όπως «δεν είμαι αρκετά ικανός», «δεν πετυχαίνω τίποτα..», «οι άλλοι είναι καλύτεροι από εμένα», είναι αυτές που ταλανίζουν το μυαλό, δημιουργώντας λανθασμένα, την αίσθηση ανικανότητας και μειωμένης αξίας. Αυτό που υποβόσκει πίσω από αυτές τις φράσεις, πέραν της χαμηλής αυτοεκτίμησης, είναι ο φόβος της αποτυχίας και της απόρριψης, που συντελούν στο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας ορίζεται ως μια γενική αίσθηση ανεπάρκειας και μη ρεαλιστική αίσθηση μειονεξίας που έχει κάποιος για τον εαυτό του. Ο όρος σύμπλεγμα δηλώνει τη συναισθηματική διέγερση, που όταν εξελίσσεται αρνητικά έχει ως συνέπεια την υπερβολική αίσθηση κατωτερότητας ή υπεροχής.
Το αίσθημα κατωτερότητας τις περισσότερες φορές, προέρχεται από την παιδικά ηλικία και συνδέεται με έναν αυταρχικό και καταπιεστικό τρόπο διαπαιδαγώγησης από το οικογενειακό περιβάλλον. Συχνά οι γονείς έχοντας την αίσθηση του ανικανοποίητου, καταπιέζουν τα παιδιά συγκρίνοντάς τα με συνομήλικούς τους και αποφεύγουν να τα επιβραβεύουν στις επιτυχίες τους. Έτσι τα παιδιά αισθάνονται ελλιπείς και εγκλωβίζονται σε μια ατέρμονη προσπάθεια για την κατάκτηση του «επάθλου» και της επιβράβευσης. Το άγχος και το στρες που προκαλούνται σε αυτές τις περιπτώσεις, διογκώνονται μέσα στα χρόνια και έτσι τα άτομα νιώθουν συνεχώς ότι είναι ανεπαρκείς σε πολλούς τομείς της ζωής τους. Σε ένα άλλο επίπεδο, το σύμπλεγμα κατωτερότητας, συνδέεται με την ανάγκη για «τελειότητα» η οποία συνοδεύεται από αισθήματα απαισιοδοξίας και αρνητισμού σε περίπτωση μη επιδίωξης του στόχου.
Σύμφωνα με τον Adler, όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν αδυναμίες και πρέπει να αναπτύξουν υψηλή αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό ώστε να τις ξεπεράσουν. Όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, το άτομο γίνεται δέσμιο του αισθήματος ανεπάρκειας και ανικανότητας. Επιπλέον ο παράγοντας της σύγκρισης, προκαλεί αναπόφευκτα στον άνθρωπο μειωμένη αυτοπεποίθηση. Ο κάθε ένας είναι μοναδικός και διαφορετικός με ιδιαίτερες ικανότητες και βιώματα. Αμφιβολίες ή τυχόν αμφισβητήσεις, οφείλουν να αντικατασταθούν με την αφοσίωση στους προσωπικούς στόχους, την αυτοεκτίμηση και την εμπιστοσύνη στον εαυτό. Η αυτογνωσία και η αναγνώριση των ικανοτήτων και επιτυχιών μας είναι πολύ πιο σημαντικές από τις γνώμες των «άλλων».
Όσον αφορά τον τρόπο έκφρασης του ατόμου που βιώνει αισθήματα ανεπάρκειας και κατωτερότητας, συνήθως εκφράζεται με υπερβολική ευθιξία. Πολλές φορές νιώθει ότι οι άλλοι του επιτίθενται, τον μειώνουν και τον υποτιμούν, με αποτέλεσμα να αμύνεται εκφράζοντας έναν έντονο και επιθετικό χαρακτήρα. Αισθάνεται επίσης ανασφάλεια, θεωρώντας ότι οι άλλοι του προκαλούν αυτά τα συναισθήματα και παρουσιάζει μια εικόνα αντίθετη του χαρακτήρα του. Συχνά επιδιώκει να ξεπεράσει τα όρια και τις δυνάμεις του, προκειμένου να αποδείξει ότι είναι ικανός. Ακόμη, είναι χαρακτηριστικό στοιχείο η συνεχής αναζήτηση για επιβεβαίωση, καθώς θέλει να πείσει τον εαυτό του πως είναι κοινωνικά αποδεκτός. Είναι πραγματικότητα, πως άνθρωποι που βιώνουν το αίσθημα κατωτερότητας έχουν οι ίδιοι διαστρεβλωμένη εικόνα για τον εαυτό τους, για αυτό επιζητούν το ενδιαφέρον των άλλων.
Συμπερασματικά, το σύμπλεγμα κατωτερότητας δημιουργείται από ένα συνονθύλευμα παραγόντων είτε εσωτερικών είτε εξωτερικών και ο βαθμός που επηρεάζει τον κάθε άνθρωπο εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο. Η αναγνώριση της προσωπικής αξίας, των ικανοτήτων και η πίστη στον εαυτό θα συμβάλλει στην αύξηση της αυτοεκτίμησης. Ο Adler έχει επισημάνει πως κάποιοι αντιμετωπίζουν το σύμπλεγμα κατωτερότητας ως προκλήσεις που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν και κάποιοι άλλοι ως πρόβλημα στο οποίο πρέπει να αμυνθούν και να απωθήσουν. Έτσι λοιπόν, κρίνεται καλύτερη επιλογή να αντιμετωπιστεί ως μια πρόκληση και πρέπει να εκλαμβάνεται ως κίνητρο για αυτοβελτίωση και εκπλήρωση στόχων.
Αντιγόνη Κολιού